ὑπό + δέρκομαι

Validation

No

Last modification

Tue, 02/21/2023 - 22:52

Word-form

ὑπόδρα

Transliteration (Word)

hupodra

English translation (word)

looking from under the brows

Transliteration (Etymon)

hupo + derkomai

English translation (etymon)

under + to see clearly

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. 25

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, upsilon, p. 157

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

ὑπόδρα· ῥῆμά ἐστι δέρκω, ὃ κατὰ συγκοπὴν γίνεται δρῶ τὸ σημαῖνον τὸ ὁρῶ, ὅθεν καὶ τὸ ὑποδρώμενοι εἴρηται, ἀντὶ τοῦ ὑφορώμενοι. καὶ ὡς ἐγένετο ἀπὸ τοῦ μίσγω μίγδα καὶ ἠρεμῶ ἠρέμα, οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ δρῶ δρὰ καὶ ἐν συνθέσει ὑπόδρα. οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ μονοσυλλάβων ῥημάτων.

Translation (En)

Hupodra "looking from under the brows" : the verb is derkō "to see clearly", which by syncopation becomes drō meaning "to see", because of which we also say hupodrōmenoi "who look from under the brows" instead of huphorōmenoi "who look from below". And just as migda "promiscuously" is formed from misgō "to mingle" and ērema "gently" from ēremō "to be still", so comes from drōdra, and hupodra in composition. That is what Philoxenus says in the On monosyllabic verbs.

Other translation(s)

Hupodra « regardant en dessous » : le verbe est derkō « regarder », qui fait drō « voir » par syncope, à partir duquel on dit aussi hupodrōmenoi « qui regardent en dessous » à la place de huphorōmenoi « qui regardent en dessous ». Et de même que migda « pêle-mêle » est fait à partir de misgō « mêler » et ērema « tranquillement » à partir de ēremō « être tranquille », de même à partir de drō on a dra, et hupodra en composition. Voilà ce qu’écrit Philoxène dans le Des verbes monosyllabiques.

Comment

This is basically the correct etymology, as -δρα(κ) is the zero grade of δέρκομαι. The monosyllabic *δρῶ is a ghost form, as most of Philoxenus' monosyllabic verbs, derived from the really attested verb δέρκομαι. Philoxenus quotes the latter in the active, although the verb is a medium tantrum, because this is the conventional way of quoting lemmata.

Parallels

Apollodorus, fr. 237e (Ὑπόδρα (Il. 1.143) ἐπίρρημα πόθεν γίνεται; Ὁ μὲν Ἀπολλόδωρος δύο λέγει παραγωγὰς, ὁ δὲ Ἡρωδιανὸς μίαν ἀπὸ παρακειμένου οὕτως· ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ἠρεμῶ γίνεται ἠρέμα, καὶ ἀπὸ τοῦ σιγῶ σίγα, οὕτως καὶ ἐκ τοῦ ὁρῶ ὅρα, καὶ μετὰ τῆς ὑπὸ ὑπόρα, καὶ πλεονασμῷ τοῦ δ ὑπόδρα, τὸ ὑφορᾶσθαι. Καὶ ἄλλως. Ἔστι δρῶ, καὶ σημαίνει τὸ βλέπω, ἐξ οὗ καὶ δράσις καὶ δρᾶμα· ἐκ τοῦ οὖν δρῶ γίνεται δρᾶ, καὶ μετὰ τῆς ὑπὸ ὑπόδρα, τὸ ὑποβλέπειν, καὶ δραπέτης. Ὁ δὲ Ἡρωδιανὸς λέγει ὅτι ἐκ τοῦ ὑποδρὰξ γίνεται κτλ. [NB: the reference to Apollodorus comes from the Epimerismi homerici, but Lentz is probably correct when he assumes it is a mistake for Ἀπολλώνιος (Dyscolus), see the next one]); Apollonius Dyscolus, De adverbiis, Gr. Gr. vol. 2.1, p. 139 (Τὸ δὴ ὑπόδρα δύναται μὲν καὶ κατὰ φύσιν εἰς α λήγειν, δύναται δὲ καὶ κατ’ ἔλλειψιν τοῦ ξ ἐξενεχθὲν τάσιν ἀνάλογον ἀναδεδέχθαι. ἐντελὲς μὲν οὖν ἐστὶν ἐν τῇ ληγούσῃ, εἰ τῇδε εἴη ἐσχηματισμένον. τὸ δρῶ σημαίνει καὶ τὸ ὁρῶ, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ δρωπάζειν, καὶ τὸ δραπέτης ὁ ἐπιβλέπων τοὺς δεσπότας. καὶ σαφὲς ὅτι ἐγένετο ἐπίρρημα εἰς α περατούμενον, ὅμοιον τῷ ἀντῶ ἄντα, ἠρεμῶ ἠρέμα· ἀφ’ οὗ σύνθετον τὸ ὑπόδρα); Epimerismi Homerici Il. 1.148 (ὑπόδρα: παρὰ τὸ δρῶ, τὸ ὑφορῶ, ὅθεν δραπέτης. ἢ παρὰ τὸ ὑποδράξ, ἀφαιρέσει τοῦ ξ ἐποίησεν ἀναδρομὴν τοῦ τόνου. ἢ παρὰ τὸ δέρκω, τὸ βλέπω, καὶ κατὰ συγκοπὴν γίνεται δρῶ, τὸ σημαῖνον τὸ ὁρῶ· ὅθεν τὸ ὑποδρώμενοι εἴρηται ἀντὶ τοῦ ὑφορώμενοι· καὶ ὡς ἐγένετο ἀπὸ τοῦ μίσγω μίγδα καὶ ἀπὸ τοῦ ἠρεμῶ ἠρέμα, οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ δρῶ δρά καὶ ἐν συνθέσει ὑπόδρα. Ps Os οὕτω καὶ Φιλόξενος (fr. 25 Th.). Os); Etym. Gudianum, upsilon, p. 544 (Ὑπόδρα, ἰδὼν, δεινῶς περιβλεψάμενος, καὶ ἐπίῤῥημα μεσότητος ἀντὶ τοῦ χαλεπῶς, ἐκ τοῦ ὑδράσω, τοῦτο ἐκ τοῦ δρῶ, δράξω, ἀποβολῇ τοῦ ξω, δρὰ καὶ ὑπόδρα. [...] Ὑπόδρα, παρὰ τὸ δρῶ τὸ ὑφορῶ· ἢ παρὰ τὸ δέρκω τὸ βλέπω, καὶ κατὰ συγκοπὴν δρῶ, δράσω, δράξω, δρὰξ καὶ ὑποδρὰξ, καὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ ξ, ὑπόδρα· ἐκ τούτου καὶ δραπέτης ὁ ὑποβλεπόμενος ἐν τῷ πέτεσθαι ἤγουν φεύγειν, ὅθεν καὶ ὑπόδρομοι εἴρηνται ἀντὶ τοῦ ὑφορώμενοι· καὶ ὡς ἐγένετο ἀπὸ τοῦ μιγδῶ μίγδα, καὶ ἀπὸ τοῦ ἠρεμῶ ἠρέμα, οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ δρῶ, δρὰ, καὶ ἐν συνθέσει ὑπόδρα); Eustathius, Comm. Il., vol. 1, p. 109 (Ὅτι τὸ «ὑπόδρα ἰδών» ἀντὶ τοῦ δραστικόν καὶ δριμύ, ὡς ἀπὸ τοῦ δρῶ, τὸ πράττω· μάλιστα δέ, ὡς ὀρθῶς δοκεῖ τοῖς παλαιοῖς, ἀντὶ τοῦ ὑποβλεπτικῶς παρὰ τὴν ὑπο πρόθεσιν καὶ τὸ δρῶ, τὸ βλέπω, καὶ οἱονεὶ διορῶ, ἐξ οὗ φασι καὶ τὸ δέρκω παράγωγον· ὅθεν καὶ τὸ δραθάνειν, ὅ ἐστι κοιμᾶσθαι, οἱονεὶ ἡ τοῦ βλέπειν ἀπόθεσις· καὶ δραπέτης ὁ οἷον ἐκπετασθεὶς τοῦ ὁρᾶν καὶ μὴ βλεπόμενος διὰ τὸ φυγεῖν. ἐκ τοίνυν τοῦ τοιούτου δρῶ ῥήματος τὸ ὑπόδρα, ὡς τῆς ὄψεως μὴ κατὰ φύσιν ἐχούσης τοῖς ὀργιζομένοις, ἀλλά πως παρατιθεμένης καὶ ὑποβαλλομένης); ibid., vol. 2, p. 214 (οὕτω δίχα τῶν ἄλλων καὶ ἐκ τοῦ δρῶ τὸ βλέπω, περὶ οὗ ἐν τοῖς εἰς τὴν Ἰλιάδα ἐῤῥέθη, ὅθεν καὶ τὸ ὑπόδρα ἰδεῖν καὶ ὁ δραπέτης.); Etym. Magnum, Kallierges, p. 285 (δρῶ, τὸ βλέπω, ἐξ οὗ, ὑπόδρα ἰδών); ibid., p. 287 (Δρᾶσις: Σημαίνει τὴν πρᾶξιν καὶ τὴν ὅρασιν. Παρὰ τὸ δρῶ, τὸ πράττω καὶ τὸ βλέπω, τὸ δρὰ καὶ δρὰξ, καὶ ὑπόδρα καὶ ὑπόδραξ); ibid., p. 781 (Ὑπόδρα: [...] Ἢ ἐκ τοῦ δέρκω, τὸ βλέπω, γίνεται συγκοπῇ δρῶ, τὸ ὁρῶ· ὑποδρώμενος, ἀντὶ τοῦ ὑφορώμενος. Δρῶ οὖν, δρά· καὶ συνθέσει, ὑπόδρα, τὸ ὑποβλέπειν); Etym. Symeonis, delta 355 (Δρατοί· οἱ ὀφθαλμοί· παρὰ τὸ δρῶ, τὸ πράττω, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ὑπόδρα καὶ δρᾶσις ἡ βλέψις, ἀπὸ γὰρ τοῦ δέδραται δρατὸς καὶ δρατοί)

Modern etymology

Adverbial form having an exact match in Ved. upadŕ̥ś- "sight" (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer