θερίζω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
θρίξ· ἀπὸ τοῦ θερίζω θερίξω Δωρικῶς· κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω καὶ συγκοπῇ θρίξ
Translation (En)
Thrix "hair": from therizō "to reap", Doric <future> therixō, by dropping of the [ō] and syncope, thrix
Parallels
Philoxenus, fr. 652 (διασφάξ· ὁ διεστὼς τόπος. Ἡρόδοτος (7, 199)· „τοῦ ὄρεός ἐστι διασφάξ“. καὶ (ibid.) „διὰ τῆς διασφάγος Ἀσωπὸς ῥεῖ“. εἴρηται ὡς ἀπὸ τοῦ θερίζω θρὶξ καὶ βαστάζω βαστάξω βάσταξ καὶ νεκροβάσταξ, οὕτως ἀπὸ τοῦ σπῶ σπάζω σπάξω καὶ σπὰξ καὶ σφὰξ καὶ διασφάξ); Orion, Etymologicum (excerpta e cod. Darmstadino 2773), theta, p. 614 (θρὶξ, οἷον, θέριξ ὅτι θερίζεται καὶ τέμνεται); Meletius, De natura hominis, p. 132 (τρίχες δὲ λέγονται, οἷον θέρικες· θέριξ γὰρ καὶ θρὶξ κατὰ συγκοπήν· ὅτι θερίζεται καὶ τέμνεται συνεχῶς); Theognostus, Canones sive De orthographia 481 (Τὸ θρὶξ γέγονεν ἢ ἀπὸ τοῦ θερίζω, θερίξω, Δωρικῶς θέριξ καὶ συγκοπῇ θρίξ· ἢ ἀπὸ τοῦ τρέχω, τρέχιξ, καὶ κατὰ συγκοπὴν τρὶξ, καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ θρὶξ, τὰ γοῦν παρ’ αὐτὸ πάντα διὰ τοῦ ι· οἷον, ἄθριξ· εὔθριξ· πολύθριξ· οὐλόθριξ); Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, p. 39 (οἷον κλείω κλείσω κλεῖς, παύω παύσω καὶ ποὺς, θερίζω θερίσω, καὶ Δωρικῶς θερίξω, θέριξ, καὶ ἐν συγκοπῇ θρίξ· οὕτως οὖν καὶ νύξω, νύξ); ibid., p. 154 (Θρίξ, παρὰ τὸ θρίζω, θέριξ καὶ θρίξ, καὶ κλίνεται τριχός); Joannes Mauropus, Etymologica nominum 160 (Θερίζεται θρὶξ καὶ θέρει πᾶν, ὃ σκέπει); Etym. Gudianum, theta, p. 265 (τὸ δὲ θρὶξ γέγονεν ἀπὸ τοῦ θερίζω Δωρικῶς θέριξ, καὶ ἐν συγκοπῇ θρίξ. ἢ ἀπὸ τοῦ τρέχω τρέξω, καὶ κατὰ συγκοπὴν τρὶξ, καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ); ibid., p. 265 (Θρὶξ, ἡ τρίχα, οἱονεὶ θέριξ, ὅτι θερίζεται καὶ τέμνεται. ἢ ἀπὸ τοῦ θορεῖν ὅ ἐστι πηδᾷν); ibid., tau, p. 535 (Τρίχες, παρὰ τὸ τριχῶς αὐτὰς φύεσθαι· ἄλλη γὰρ ἡ θρὶξ τῆς γεννήσεως, καὶ ἄλλη τῆς ἥβης, καὶ ἄλλη τῆς πολιᾶς· ἢ παρὰ τὸ θερίζω, θερίσω, θέριξ καὶ ἐν συγκοπῇ θρὶξ, κλίνεται θρὶξ, θριχὸς καὶ τριχός); Etym. Magnum, Kallierges, p. 270 (ὡς ἀπὸ τοῦ θερίζω θρίζω θρὶξ, βαστάζω βαστάξω, βαστὰξ); Etym. Symeonis, delta 224 (idem); Scholia in Batrachomyomachiam 91 (θρίξ πόθεν γίνεται; ἀπὸ τοῦ θερίζω, ἡ θεριζομένη καὶ πάλιν ἀναφύουσα· οὗ ὁ μέλλων θερίσω. οὗτος ὁ μέλλων θεματοποιεῖται προσλαμβάνων καὶ ἕτερον σ. γίνεται οὖν θερίσσω, ὁ μέλλων θερίξω καὶ ἀποκοπῇ τοῦ ω καὶ συγκοπῇ τοῦ ε θρίξ. ἢ ἀπὸ τοῦ φρίσσω, φρίξω καὶ κατὰ ἀποκοπὴν τοῦ ω φρίξ καὶ τροπῇ τοῦ δασέος εἰς δασὺ θρίξ. ἢ ἀπὸ τοῦ τριχῇ χέεσθαι· διὰ γὰρ τῶν ὀπίσω τῆς κεφαλῆς μερῶν καὶ διὰ τῶν πλαγίων ταύτης χέεται); Scholia in Aeschylum (recentiora), Ag. 536a (Ἔθρισεν· ἐθέρισεν, ἔκειρεν, κοινῶς δὲ ἔθριξεν ὤφειλεν, ἀφ’ οὗ καὶ ἡ θρίξ. ὡς καὶ Εὐριπίδης· ἴδετε παρ’ ἄκρας ὡς ἀπέθριξε τρίχας); Scholia in Oppianum, Hal. 1.54 (Θριξί· ἀπὸ τοῦ θρίζω, ἐκ τοῦ θερίζω θερίξω θέριξ καὶ θρὶξ)
Comment
Derivational etymology starting from the future of the verb. The future is here assumed under its Doric form, which provides the [ks]. Using dialectal forms was not a problem for Greek scholars: deriving an Attic word from a non-Attic futur form was not unusual. The etymology implies a syncope, explicit in the wording of the Etym. Magnum. It relies on the metaphor of hair compared to wheat, and the fact that hair must be cut, as wheat must be reaped.