κρανίον
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
κραναή (Γ 201): ἡ τραχεῖα. παρὰ τὸ κραναόν· τοῦτο παρὰ τὸ κρανίον, ὅπερ ἐστὶ τραχὺ καὶ ὀστῶδες
Translation (En)
Kranaē "rocky" (Il. 3.201): the rough one. From kranaos. The latter comes from kranion "skull", which is rough and bony
Parallels
Etym. Gudianum, kappa, p. 342 (Κραναῆς, τραχείας, ὀρείου κάρηνα ἐχούσης. Ὦρος παρὰ τὸ κραναὸν, τοῦτο παρὰ τὸ κρανίων, ὅπερ ἐστι παχὺ καὶ ὀστῶδες); Ps.-Zonaras, Lexicon, kappa, p. 1252 (Κραναῆς. τραχείας, σκληρᾶς, κάρηνα ἐχούσης. παρὰ τὸ κραναὸν, τοῦτο παρὰ τὸ κράνιον, ὅπέρ ἐστι καὶ τραχὺ καὶ ὀστῶδες); Etym. Magnum, Kallierges, p. 534 (Κραναή: Ἡ τραχεῖα· ‘Ἰθάκης κραναῆς περ ἐούσης’. Τραχείας, ὀρείου, κάρηνα ἐχούσης. Ἢ παρὰ τὸ κραναόν· τοῦτο παρὰ τὸ κράνιον, ὅπερ ἐστὶ τραχὺ καὶ ὀστῶδες. Ἀπὸ δὲ τοῦ κάρα, καράνιον καὶ κράνιον); Eustathius, Comm. Il. 2, p. 538 Van der Valk (Τὸ δὲ ῥηθὲν κάρηνον κάρανον ἐν συστολῇ γεγονός, εἶτα συγκοπέν, τὸ κρανίον παράγει, οὗ προϋπάρχειν τὸ κράνον δοκεῖ, ὡς δῆλον ἐκ τῶν συνθέτων, τοῦ ὠλέκρανον καὶ ἐπίκρανον. ὅπερ ἐστὶ κεφαλὴ κίονος, καὶ κατ’ Εὐριπίδην, κρήδεμνον, εἰπόντα ἐπίκρανον κεφαλῆς. ἐκεῖθεν δὲ καὶ τὸ κράνος καὶ τὸ κραναόν); Schol. Od. α 247b Pontani (κραναήν] ἢ ἀπὸ τοῦ κρανίου διὰ τὸ τὸ μέρος αὐτὸ εἶναι ὀστωδέστερον, ἢ ἀπὸ τοῦ μὴ κραίνειν τοὺς καρπούς)
Comment
Derivational etymology relying on a physical characteristic of the etymon, and not of the lemma: kranaos "rocky" is assumed to mean "skull-like", the bone and the rock being both hard and with little flesh / soil above. The Gudianum says it comes from Orus, probably a mistake for Orion, but the etymology is not listed in the various surviving versions of Orion's work.