κάρα

Validation

No

Last modification

Sat, 09/10/2022 - 19:20

Word-form

κράναι

Transliteration (Word)

krainō

English translation (word)

to accomplish

Transliteration (Etymon)

kara

English translation (etymon)

head

Author

Apollonius Soph.

Century

1 AD

Source

Idem

Ref.

Lexicon homericum, p. 103

Ed.

I. Bekker, Apollonii Sophistae lexicon Homericum, Berlin, 1833

Quotation

κράναι ἐπιτελέσαι, οἷον κάρα, κεφαλήν, ἐπιθεῖναι

Translation (En)

Kranai "to achieve" means "to accomplish", like putting on something the head (kara)

Comment

Derivational etymology relying on the fact that the head, that is, the uppermost part, is the last piece added to a building, which is achieved only after that. The derivational path implies an intermediate step *καραίνω followed by a syncope (explicit in other sources, see Parallels). This etymology is correct by modern standards.

Parallels

Epimerismi homerici Il. 1.41d1 (κρήηνον: κρᾶναί ἐστι τὸ ἐπιτελέσαι παρὰ τὸ τὴν κάραν ἤτοι τὴν κεφαλὴν ἐπιθεῖναι τῷ πράγματι. ἔστι δὲ τὸ θέμα καραίνω ἀπὸ τοῦ κάρα, ἐν συγκοπῇ κραίνω, κρανῶ καὶ ὁ ἀόριστος ἔκρανα); Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, omicron 47 (⸤ὀ⸥νομήνω (Β 488): ῥῆμα ὑποτακτικὸν ἐκ τοῦ ὀνομαίνω· ὥσπερ παρὰ τὸ πῆμα ⸤γίνεται⸥ πημ⸤αί⸥νω καὶ κάρα καραίνω καὶ ἐν συγκοπῇ κραίνω, οὕτως καὶ παρὰ τὸ ὄνομα γίνεται ὀνομαίνω); Etym. Gudianum, omicron, p. 430 (idem); Etym. Gudianum, alpha, p. 151 (τοιοῦτον ἐν συγκοπῇ καὶ τὸ κρᾶναι, τὸ ἐπιτελέσαι διὰ τοῦ νεύματος τῆς κεφαλῆς); Etym. Magnum, Kallierges, p. 114 (idem);  Etym. Gudianum, kappa, p. 345 (Κρήηνον, ἐπιτέλεσον, ἐκ τοῦ κραίνω παρὰ τὸ τὴν κάραν ἤτοι κεφαλὴν ἐπιθεῖναι τῷ πράγματι· ἔστι δὲ τὸ θέμα καραίνω, ἀπὸ τοῦ κάρα καὶ συγκοπῇ κραίνω, κρανῶ, ἔκρηνα); Etym. Magnum, Kallierges, p. 535 (Κραίνω: Τὸ ἐπιτελῶ. Παρὰ τὸ κάρα, καραίνω, ὡς χεῖμα, χειμαίνω· καὶ συγκοπῇ, κραίνω. Εἴρηται δὲ κυρίως ἡ λέξις ἐπὶ τοῦ τελειοῦσθαι, καὶ τῇ κεφαλῇ κάτω νεύειν τὸν ὑποσχόμενον); Ps.-Zonaras, Lexicon, kappa, p. 1257 (idem);  Etym. Symeonis, vol. 1, p. 236 (ἀκράαντον (Β 138)· ἀτελείωτον, ἀπλήρωτον· κραίνω γὰρ τὸ ἐπιτελῶ, κρανῶ ὁ μέλλων, κέκρακα κέκραμαι κέκρανται κραντός καὶ ἀκράαντος (τοῦτο παρὰ τὸ κάρα καραίνω καὶ ἐν συγκοπῇ κραίνω) πλεονασμῷ τοῦ α ποιητικῶς); Schol. Lycophronem 305 (vetera) (τὸ δὲ ἑξῆς κράντης αὐδηθήσεται οἱονεὶ ἐπιτελεστὴς ἀπὸ τοῦ κραίνω ῥήματος, ὅπερ ἀπὸ τοῦ κάρα γίνεται καραίνω καὶ ἐν συγκοπῇ κραίνω καὶ κράντης); Schol. Pindarum, O. 1.137 (recentiora) (Ἄκραντον γίνεται ἀπὸ τοῦ α στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ κραίνω τὸ τελειῶ· τὸ δὲ κραίνω ἀπὸ τοῦ κάρα, ἡ κεφαλή· διότι παντὸς πράγματος τὸ τέλος λέγεται κορυφή)

Modern etymology

Κραίνω is a denominative of κάρα, *kr̥h2s-n̥-ye/o- (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Le Feuvre