κάρηνον

Validation

No

Last modification

Thu, 08/25/2022 - 08:35

Word-form

κάρη

Transliteration (Word)

kara

English translation (word)

head

Transliteration (Etymon)

karēnon

English translation (etymon)

summit

Author

Herodian

Century

2 AD

Reference

De prosodia catholica, Lentz III/1, 341

Edition

A. Lentz, Grammatici Graeci, vol. 3.1, Leipzig: Teubner, 1867 (repr. Hildesheim: Olms, 1965)

Source

Choeroboscus

Ref.

Prolegomena et scholia in Theodosii Alexandrini canones isagogicos de flexione verborum, p. 42

Ed.

A. Hilgard, Grammatici Graeci, vol. 4.2, Leipzig: Teubner, 1894 (repr. Hildesheim: Olms, 1965)

Quotation

τὸ γὰρ κάρη τὸ βαρυτονούμενον οὐδέτερόν ἐστιν· ἀπὸ γὰρ τοῦ κάρηνον γενόμενον κατὰ ἀποκοπήν ἐστιν

Translation (En)

The word karē "head", barytone, is neuter, because it comes from an apocope of karēnon "summit"

Comment

Herodian's problem is that κάρη, Ionic form of κάρα "head", has a final -η, and that all nouns with final -η are feminine. But κάρη is neuter, which makes it an exception requiring a justification. The justification is provided by a pathos (formal accident not changing the meaning of the word): κάρη is a shortened form of κάρηνον, a neuter. Therefore the η was not in final position in the etymon. This explanation is repeated by all grammarians. Only a handful of sources take the opposite view that κάρηνον is derived from κάρη, κάρα (see κάρηνον / κάρα). Herodian distinguishes it from καρή, oxytone, and regularly feminine.

Parallels

Herodian, De prosodia catholica, Lentz III/1, p. 353 (Εἰς α μακρὸν ἢ εἰς η ἐπὶ ἑνικῆς εὐθείας ὀνόματος οὐδετέρου οὐκ ἔστιν εὑρεῖν· τὸ γὰρ κάρα ἀπὸ τοῦ κάρανον καὶ τὸ κάρη ἀπὸ τοῦ κάρηνον ἀποκέκοπται. τὸ γὰρ καρή ὀξύτονον θηλυκόν ἐστιν); Herodian, Peri onomatōn, Lentz III/2, p. 616 (Ἡρωδιανὸν εἰπεῖν διαφόρως ἔχουσιν—κάρα θηλυκῶς τε καὶ οὐδετέρως. ἔτι κοινῶς καὶ κράς κρατός ἡ κεφαλή, καὶ μὴν καὶ κράας, ὅθεν τὸ «σῷ κράατι τίσεις» (χ 218). ἡ δ’ αὐτὴ καὶ κάρηαρ καρήατος, τὸ δὲ αὐτὸ καὶ κάρηνον καὶ ἀποκοπῇ κάρη ἄκλιτον κατὰ τὸ κρῖ καὶ τὸ δῶ); ibid., p. 631 (τὰ εἰς α λήγοντα οὐδέτερα συνεσταλμένον ἔχει τὸ α, οἷον κῦμα ἅρμα βῆμα· χωρὶς τοῦ κάρα. τοῦτο γὰρ ἐκ τοῦ κάρηνον ἐγένετο τούτῳ τῷ τρόπῳ· ἔστι κάρηνον καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ η εἰς α μακρὸν κάρανον γίνεται καὶ κατὰ ἀποκοπὴν τῆς νον συλλαβῆς κάρα, καὶ ἔμεινε τὸ α μακρόν = Choeroboscus); ibid., p. 631 (τὰ μὴ ἔχοντα πρὸ τοῦ α τὸ μ ἐστὶ πεπονθότα, οἷον τὸ κάρα ἀπὸ τοῦ κάρηνον κατὰ ἀποκοπήν, καὶ τὸ λίπα ἀπὸ τοῦ λίπας [notice that this implies the author does not take into account the difference between the long ᾱ of κάρᾱ and the short ᾰ of λίπᾰ); Herodian, Peri kliseōs onomatōn, Lentz III/2, p. 646 (τελικὰ οὐδετέρων ὀνομάτων ἕξ, α, ι, ν, ρ, ς, υ. τὸ δῶ καὶ κάρη ἐξ ἀποκοπῆς ἐστι «ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ» (Α 426) καὶ «πολιόν τε κάρη» (Χ 74) ἀντὶ τοῦ κάρηνον. διὸ καὶ ἐπὶ πληθυντικῶν εὑρίσκεται «ναίει χρύσεα δῶ» (Hesiod. Theog. 933) ἀντὶ τοῦ δώματα, «κάρη κομόωντες Ἀχαιοί» ἀντὶ τοῦ κάρηνα. τὸ δὲ θηλυκῶς εἰρημένον ὀξύνεται); ibid., p. 695 (ἀλλὰ μὴν τὰ οὐδέτερα οὐ δύναται καταλήγειν εἰς η, τὸ γὰρ η οὐκ ἔστι τελικὸν τῶν οὐδετέρων κατὰ τὴν εὐθεῖαν τῶν ἑνικῶν. τὸ γὰρ κάρη ἀπὸ τοῦ κάρηνον γέγονε κατὰ ἀποκοπὴν τοῦ ον καὶ οὐ καταλήγει εἰς η φύσει = Choeroboscus, Prolegomena et scholia in Theodosii Alexandrini Canones isagogicos de flexione nominum, p. 176); ibid., p. 716 (ὥσπερ καὶ ἀπὸ τοῦ κάρηνον οὐδετέρου γέγονε κατὰ συγκοπὴν τῆς νον συλλαβῆς τὸ κάρη θηλυκόν = Choeroboscus, Prolegomena et scholia in Theodosii Alexandrini Canones isagogicos de flexione nominum, p. 259); ibid., p. 771 (ἔτι πρόσκειται «ἀπαθές» διὰ τὸ κάρη, καὶ τοῦτο γὰρ ἀπὸ πάθους ἔχει τὴν μακροκατάληξιν, ἀπὸ γὰρ τοῦ κάρηνον γέγονε κατὰ ἀποκοπὴν καὶ οὐ καταλήγει φύσει εἰς η = Prolegomena et scholia in Theodosii Alexandrini Canones isagogicos de flexione nominum, p. 351); Herodian, Peri pathōn (supplementum), Lentz III/2, p. 215 (τὸ κάρα τὸ ἐκτεινόμενον ἐξ ἀποκοπῆς τοῦ κάρανον); D Schol. Il. 16.392 (Αὐτὸ δὲ τὸ κάρη, τοῦ κάρηνον ἐστὶν ἀποκοπή. Τὰ γὰρ εἰς η οὐδέτερα, ἢ δυϊκά εἰσιν, ἢ πληθυντικά); Heliodorus, Commentaria in Dionysii Thracis Artem grammaticam, Scholia Londiniensia, p. 507 (Ἰστέον δὲ ὅτι οὔτε τὸ η τελικόν ἐστιν οὐδετέρου —τὸ γὰρ κάρη ἀποκοπή ἐστι τοῦ κάρηνον—οὔτε τὸ ξ); Theognostus, Canones sive De orthographia 436 (Εἰς α μακρὸν, ἢ εἰς η ἐπὶ ἑνικῶν οὐδετέρων οὐκ ἔστιν εὑρεῖν· διὸ τὸ μὲν κάρα ἀπὸ τοῦ κάρανον ἀποκεκόφθαι φαμέν· τὸ δὲ κάρη ἀπὸ τοῦ κάρηνον· τὸ δὲ καρὴ ὀξύτονον θηλυκὸν εἶναι); ibid. 729 (εἰς α δὲ μακρὸν, ἢ εἰς η, ἐπὶ ἑνικῆς εὐθείας ὀνόματος οὐδετέρου οὐκ ἔστιν εὑρεῖν· τὸ γὰρ κάρα ἀπὸ τοῦ κάρανον, καὶ τὸ κάρη ἀπὸ τοῦ κάρηνον ἀποκέκοπται); Choeroboscus, Prolegomena et scholia in Theodosii Alexandrini Canones isagogicos de flexione nominum, p. 338 (Ἰστέον ὅτι τὰ εἰς α λήγοντα οὐδέτερα συνεσταλμένον ἔχουσι τὸ α, οἷον κῦμα ἅρμα βῆμα νόημα ὄνομα, χωρὶς τοῦ κάρα, τοῦτο γὰρ ἐκ τοῦ κάρηνον ἐγένετο τούτῳ τῷ τρόπῳ· ἔστι κάρηνον, καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ η εἰς α μακρὸν κάρανον γίνεται καὶ κατὰ ἀποκοπὴν τῆς νον συλλαβῆς κάρα, καὶ ἔμεινε τὸ α μακρόν); Sophronius, Excerpta e Joannis Characis commentariis in Theodosii Alexandrini canones, p. 394 (Τινὲς δέ φασιν, ὅτι ἐκ τοῦ ἅλας οὐδετέρου κατὰ μετάβασιν γένους ἐστίν, ὡς ἀπὸ τοῦ κάρηνον κάρη); Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, kappa 2 (ὅτι δὲ ⸤π⸥επονθός ἐστι τὸ κάρη καὶ οὐχ ὑγιές, δῆλον· τὰ εἰς η λήγοντα οὐδέτερα οὐδέποτε ἑνικῆς πτώσεώς ἐστι, ἀλλ’ ἢ δυϊκῆς ἢ πληθυντικῆς, ὡς τὸ τείχη βέλη σκέλη· τοῦτο δὲ τὸ κάρη οὔτε εὐθείας ἐστὶν ἑνικῆς οὔτε πληθυντικῆς· κατὰ συγκοπήν ἐστι τὸ κάρη ἐκ τ⸤οῦ κάρηνα⸥); ibid., kappa 3 (τὰ εἰς α λήγοντα οὐδέτερα συστέλ⸥λει τὸ α, βῆμα δῶμα, πλὴν ⸤τοῦ κάρα. γίνεται δὲ παρὰ τὸ κάρ⸥ηνον, τὸ πληθυντικὸν κάρηνα ⸤κατὰ συγκοπὴν κάρη. ἰστέον⸥ δὲ ὅτι τὸ κάρη, ὡς λέγει ⸤ὁ τεχνικός (Hdn. 2, 215, 10. 220, 14), <ὡς> τὸ κάρα λίπα ἄλ⸥ειφα, ἀποκοπῇ ἐστι); ibid., kappa 143 (ὁμοίως ἱδρῶτα ἱδρῶ, κάρηνον κάρη); Etym. Gudianum, kappa, p. 299 (shorter formulation of Etym. Magnum, p. 491); ibid., kappa, p. 339 (Κορύνη, ῥόπαλον, παρὰ τὸ κάρη, ὅπερ ἀπὸ τοῦ κάρηνον γέγονε κατ’ ἀποκοπὴν, καρήνη· καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ο κορύνη = Etym. Magnum, Kallierges, p. 531); Eustathius, Comm. Il. 2, 538 Van der Valk (Τὸ δ’ αὐτὸ καὶ κάρηνον καὶ ἀποκοπῇ κάρη ἄκλιτον κατὰ τὸ κρῖ καὶ τὸ δῶ, ὧν ἡ ἀποκοπὴ ἐκ τοῦ κρίμνον καὶ δῶμα); ibid., 2, 641 Van der Valk (Δῆλον δὲ ὅτι τε, ὡς καὶ προεδηλώθη, ἀποκοπὴν ἔπαθε τὸ κρῖ ἀπὸ τοῦ κρῖμνον. —Διὸ καὶ οὐδετέρου γένους ἐστὶ καὶ αὐτὸ καθ’ ὁμοιότητα τοῦ δῶμα δῶ, καὶ κάρηνον κάρη—); ibid., 4, 575 Van der Valk (Τὸ δὲ «κάρη» κατὰ μὲν Ὅμηρον βαρυτόνως προάγεται καὶ οὐδετέρως, ἀποκοπὲν ἐκ τοῦ κάρηνον); Etym. Magnum, Kallierges, p. 360 (Τὸ δὲ κάρη ἐκ τοῦ κάρηνόν ἐστιν ἀποκοπῇ· τὰ γὰρ εἰς η οὐδέτερα δυϊκά εἰσιν ἢ πληθυντικά); ibid., p. 491 (Κάρη: Ἡ εὐθεῖα τὸ κάρηνον· σημαίνει δὲ τὸ ἀκρωτήριον· σημαίνει [δὲ] καὶ τὴν κεφαλήν. Ἡ αἰτιατικὴ τῶν πληθυντικῶν, τὰ κάρηνα· καὶ συγκοπῇ, κάρη. Ὅτι δὲ πέπονθε τὸ κάρη, καὶ οὐχ ὑγιὲς, δῆλον. Τὰ γὰρ εἰς η λήγοντα οὐδέτερα οὐδέποτε ἑνικῆς πτώσεως ἐστὶν, ἀλλ’ ἢ δυϊκὰ, ἢ πληθυντικὰ, ὡς τὰ βέλη. Τοῦτο δὲ τὸ κάρη, οὔτε εὐθεῖα ἐστὶν ἑνικὴ, οὔτε πληθυντική. Κατὰ συγκοπὴν ἄρα ἐστὶν αἰτιατικὴ πληθυντικῶν οὐδετέρων ἐκ τοῦ κάρηνα); ibid., p. 491 (Ἰστέον ὅτι, ὡς λέγει ὁ τεχνικὸς, τὸ κάρα, λίπα, ἄλειφα, ἀποκοπή ἐστιν); Etym. Symeonis (α–ἁμωσγέπως), vol. 1, p. 334 (ὥσπερ καὶ ἀπὸ τοῦ κάρηνον οὐδετέρου γέγονε κατὰ ἀποκοπὴν κάρη); Scholia in Batrachomyomachiam 271 (τὸ κάρη κατὰ ἀποκοπήν); Scholia in Euripidem (vetera), Andr. 1210 (ἐμῷ κάρα: οὕτως ἡ γραφή· οὐ γὰρ προσγραπτέον τὸ ι. ἔστι γὰρ ἐξ ἀποκοπῆς τοῦ κάρηνον, ὅπερ κατὰ πᾶσαν πτῶσιν ἀποκόπτεται, τὸ κάρηνον τὸ κάρα, τοῦ καρήνου τοῦ κάρα, τῷ καρήνῳ τῷ κάρα, τὸ κάρηνον τὸ κάρα, ὦ κάρηνον ὦ κάρα)

Modern etymology

Κάρα belongs with κέρας, both are derived from a PIE *kerh2-s- meaning "head". Κάρηνα is derived from this noun (Beekes)

Persistence in Modern Greek

MG still has κάρα as a learned word referring to the head of a relic

Entry By

Le Feuvre