δύη

Validation

No

Last modification

Thu, 08/05/2021 - 14:03

Word-form

δοῦλος

Transliteration (Word)

doulos

English translation (word)

slave

Transliteration (Etymon)

duē

English translation (etymon)

misery

Author

Orion

Century

5 AD

Source

Idem

Ref.

Etymologicum, delta, p. 49

Ed.

F. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig, Weigel, 1820

Quotation

(Sturz) Δοῦλος. ὁ κακοπαθῶν ἐν τῷ δουλεύειν

Full formulation: Δοῦλος. παρὰ τὸ δύη, ὁ κακοπαθῶν ἐν τῷ δουλεύειν

Translation (En)

(Sturz) Doulos "slave": the one who suffers in slavery

Full formulation: Doulos "slave": from duē "misery", the one who suffers in slavery

Comment

The formulation in Orion is truncated and the etymon is missing. But the comparison with the Byzantine Etymologica allows to reconstruct the full etymology. This is a derivational etymology which implies some formal manipulations.

Parallels

Συναγωγὴ λέξεων χρησίμων 379 (δύης· κακοπαθείας. δύη γὰρ ἡ δυστυχία· ὅθεν καὶ δοῦλος, δυηλός τις ὤν); Photius, Lexicon, delta 784 (idem); Lexica segueriana, delta, p. 202 (idem); Suda, delta 1420 (Δοῦλος: δύηλίς τις ὤν. δύη γὰρ ἡ κακοπάθεια καὶ δυστυχία); ibid., delta 1566 (Δύη: ἡ κακοπάθεια, ἡ δυστυχία. ὅθεν καὶ δοῦλος, δυηλός τις ὤν); Etym. Gudianum, delta, p. 381 (Δυηπαθείας <Agath. Hist. 3, 1>· <ib.> „ἄνευ πόνου καὶ δυηπαθείας“· κακοπαθείας, δυστυχίας· δύη γὰρ ἡ κακοπάθεια, λύη τις οὖσα, ἡ λύουσα τὰ μέλη. ὅθεν καὶ δοῦλος, ὁ δυστυχῶς καὶ κακῶς πάσχων, δύηλός τις ὤν); Lexicon αἱμωδεῖν, delta 3 (idem); Etym. Gudianum Additamenta, delta, p. 377 (Δοῦλος· παρὰ τὸ δέω, τὸ δεσμεύω· ἢ παρὰ τὸ δύη, ὃ σημαίνει τὴν κακοπάθειαν, ὁ ἐν κακοπαθείᾳ ὤν); ibid., p. 377 (Δοῦλος· πόθεν παρήχθη; ἀπὸ τῆς κακοπαθείας, δύηλός τις ὤν, καὶ <συγκοπῇ καὶ> κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ο δοῦλος, ὁ κακοπαθῶν ἐν τῷ δουλεύειν); Etym. Magnum, Kallierges, p. 284 (Δοῦλος: Παρὰ τὴν δύην, ὃ σημαίνει τὴν κάκωσιν, δύηλός τις ὤν· συγκοπῇ καὶ πλεονασμῷ, δοῦλος. Ἢ παρὰ τὸ δέω, τὸ δεσμῶ, δέλος καὶ δοῦλος· τοὺς γὰρ αἰχμαλώτους ἐδέσμουν. Ἢ παρὰ τὸ δόλος, δοῦλος. Ἡρακλῆς δὲ ἐν τῷ περὶ τοῦ χρὴ καὶ δεῖ, σχηματίζει παρὰ τὸ δέω, τὸ ἐλλείπω, δέλος καὶ δοῦλος, ὁ ἐλλείπων τῇ ἀρετῇ, ὥς φησιν ὁ ποιητὴς, ‘Ἥμισυ γάρ τ’ ἀρετῆς ἀποαίνυται εὐρύοπα Ζεὺς | ἀνέρος, εὖτ’ ἄν μιν κατὰ δούλιον ἦμαρ ἕλῃσι’ (Od. 17.322-323)); ibid., p. 291 (Δύη: Ἡ κακοπάθεια· οἷον, [ἦ γάρ με] δύη ἔχει ἤλιθα πολλή. Ἀπὸ τοῦ δῶ, τὸ δεσμεύω· ὅθεν, ‘Συνδεῖτε ταχέως τουτονὶ τὸν κυνοκλόπον’. Οὗ παράγωγον, δέω· ἀφ’ οὗ, ‘Πῶς ἂν ἐγώ σε δέοιμι;’ Ὀδυσσείας θʹ, ἀντὶ τοῦ δεσμεύοιμι, κρατοῖμι· καὶ δεμὸς καὶ δεσμὸς, ὡς θέω, θεσμός. Ἀπὸ τοῦ δέω οὖν γίνεται δύω, ὡς ῥέω ῥύω ῥύσις, καὶ χέω χύω χύσις. Δύω οὖν δύη, ἡ συνδεδεμένη τῷ πάσχοντι· ἢ ᾗτινι συνδέδεταί τις δυστυχίᾳ κακοπαθῶν. Ἢ λύη τις οὖσα, ἡ λύουσα τὰ μέλη· ὅθεν καὶ δοῦλος ὁ δυστυχὴς καὶ κακῶς πάσχων, δύηλός τις ὤν); Etym. Symeonis, delta 337 (Δοῦλος· παρὰ τὸ δύην, ὃ σημαίνει τὴν κάκωσιν· δύηλός τις ὢν καὶ συγκοπῇ καὶ πλεονασμῷ δοῦλος. Ἢ παρὰ τὸ δέω, τὸ δεσμῶ, δέελος καὶ ὁ δοῦλος τοὺς γὰρ αἰχμαλώτους ἐδέσμουν· ἢ παρὰ τὸ δόλος δοῦλος· ἢ παρὰ τὸ δέω, τὸ ἐλλείπω· ὁ ἐλλείπων τῇ ἀρετῇ, ὡς ὁ ποιητής· ἥμισυ γὰρ τῆς ἀρετῆς ἀποαίνυται εὐρύοπα Ζεύς […]); Ps.-Zonaras, Lexicon, delta, p. 560 (Δοῦλος. ὄργανον ἔμψυχον παρὰ τὴν δύην, τὴν κακοπάθειαν. ἢ παρὰ τὸ δέω τὸ δεσμεύω δέελος καὶ δοῦλος. ἢ παρὰ τὸ δέω τὸ ἐλλείπω, δέος καὶ δοῦλος, ὁ ἐλλείπων τῇ ἀρετῇ, ὡς φησὶν ὁ ποιητής); Scholia in Euripidis Medeam 598 (τὸ δοῦλος δύηλος ὢν, παρὰ τὴν δύην, ὃ σημαίνει τὴν ταλαιπωρίαν)

Modern etymology

Myc. do-e-ro shows that the word probably is an older *doselo-, but the etymology is unknown (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

Yes

Entry By

Le Feuvre