ζα- + χρεώ
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
(Hsch.) ζαχρηεῖς· πάνυ χρειώδεις (Il. 12.347)
(Lentz) ζαχρηής μεγάλως ἐπικείμενος «ζαχρηῶν ἀνέμων» (Ε 525), τὸ δὲ ζαχρειής πάνυ χρειώδης
Translation (En)
Zakhrēeis: "very useful" (panu khreiōdeis)
Parallels
D Schol. Il. 5.525 (Ζαχρειῶν. Ἄγαν χρειωδῶν, μεγάλως πνεόντων.); T Schol. Il. 12.347 (<ζαχρηεῖς:> παρὰ τὸ χρεώ καὶ τὸ ζα, ζαχρεεῖς); Suda, zeta 24 (Ζαχρειής: ὁ ἄγαν χρειώδης. Ζαχρηείς δέ, ζαχρηέντος); Eustathius, Comm. Il. 2, 142 Van der Valk (Ὥσπερ δὲ ζάλη ἡ μεγάλη ἄελλα, οὕτω καὶ ζαχρειεῖς ἄνεμοι οἱ ἄγαν χρειώδεις, πάντες γὰρ ἡμῖν χρήσιμοι. καὶ τούτῳ τῷ λόγῳ γράφεται ἡ παραλήγουσα διὰ διφθόγγου, ἔχουσα ἢ τὸ ε καὶ ι ἢ τὸ η μετὰ τοῦ ι. ἐὰν δέ γε διὰ μόνου τοῦ η γράφηται, λέγοι ἂν ζαχρηεῖς τοὺς ἄγαν βαρεῖς ἀπὸ τοῦ χράω, τὸ ἐπιπίπτω, ὡς τὸ «μητέρι μοι μνηστῆρες ἐπέχραον», καὶ παρὰ Ἡροδότῳ «ἐνέχραεν εἰς τὸ πρόσωπον τὸ σκῆπτρον». Ὅθεν καὶ ζαχρηεῖς ἴσως ἄνεμοι οἱ ἄγαν ἐπιπίπτοντες, οἳ καὶ δύνανται μάλιστα σκεδάσαι νέφη, ὧν καὶ αἱ πνοαὶ λιγυραὶ διὰ τὸ μετὰ ψόφου ποιοῦ τινος πνέειν. οὗ πρὸς ὁμοιότητα καὶ μάστιξ λιγυρά, ἡ ἐν ἀέρι ψοφοῦσα. Οὐ μόνον δὲ ἀνέμων ἐπίθετον τὸ ζαχρηές, ἀλλ’ ἐν τοῖς ἑξῆς καὶ ἐπὶ στρατιωτῶν ἡ λέξις εὑρεθήσεται); ibid., 3, 536 (Λέγει δὲ καὶ ὡς ἐκεῖ μάλιστα ζαχρηεῖς ἐγίνοντο, τουτέστι χρειώδεις ἢ μᾶλλον ἄγαν βαρεῖς, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ ἐρρέθη, αὐτοί τε καὶ ἵπποι, διά τε τὴν τοῦ τείχους χθαμαλότητα καὶ διὰ τὸ ἀντιφιλοτιμεῖσθαι, ὡς εἰκός, πρὸς τοὺς Αἴαντας); Etym. Magnum, Kallierges, p. 408 (Ζαχρειής: Ζαχρειὲς ἐστὶ κυρίως τὸ βιαίως ταῖς χερσὶ πραττόμενον· παρὰ γὰρ τὰς χεῖρας πεποίηται ἡ λέξις ζαχερὴς, καὶ ὑπερθέσει, ζαχρεὴς καὶ ζαχρειής. Ἢ, ὡς λέγει Ὦρος, ἔστι ῥῆμα χρῶ, τὸ πλησιάζω, παρὰ τὸν χρῶτα· παράγωγον χραύω, ὡς ψαύω· ὄνομα ῥηματικὸν, χρής· καὶ πλεονασμῷ τοῦ ε, μετὰ τοῦ ΖΑ, γίνεται ζαχρεής· καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι. Σημαίνει τὸν ἄγαν χρειώδη, ἢ τὸν σφοδρόν· καὶ ζαχρειῶν ἀνέμων, ἰσχυρῶν, εὐχρήστων, ἐξαπιναίων, ἢ μεγάλως πνεόντων [the second part from the Etym. Genuinum]); Ps.-Zonaras, Lexicon, zeta, p. 951 (Ζαχρειές. ἀντὶ τοῦ ἄγαν χρειῶδες. κυρίως τὸ βιαίως ταῖς χερσὶ πραττόμενον. [παρὰ γὰρ τὰς χεῖρας πεποίηται ἡ λέξις, ζαχερὲς, καὶ ἐν ὑπερθέσει ζαχρεὲς, καὶ ζαχρειὲς, καὶ ζαχρειὴς ἐπὶ ἀρσενικοῦ, καὶ ζαχρήεις, ζαχρήεντος]); Scholia in Oppianum, Hal. 1.221 (ζαχρηέος· ἐπιτηδείου, ἄγαν χρειώδους, τοῦ χρειώδους, ἄγαν πνέοντος, ἢ ἄγαν χρειώδους. Ζαχρηὴς ὁ ἄγαν χρειώδης κατὰ τροπὴν τοῦ ε εἰς η, ἢ ὁ σφοδρὸς καὶ βαρὺς παρὰ τὸ ζα ἐπιτατικὸν μόριον καὶ τοῦ χρεία. Ζαχρηέως τοῦ ἐπιτεταμένου, τοῦ πολλοῦ, τοῦ ἄγαν χρειώδους καὶ ἐπιτηδείου πρὸς τὸν καιρὸν τοῦ πλοῦ τῆς νηὸς, τὸ δὲ ζα ἐπιτατικὸν μόριον ἀντὶ τοῦ πολύ)
Bibliography
On the meanings and etymology of ζαχρηής, see C. Le Feuvre, « Epic ζαχρηής: a reexamination ». Glotta 93, 2017, pp. 48–78. The adjective is etymologically a compound of *χρῆος "need" (Hom. χρεῖος) and needs "very useful", not, as found in all the literature, "violent". But it was reinterpreted in lines where it applied to warriors as meaning "strong, violent", because warriors are useful when they are strong. Greek scholars tried to account for these two meanings by two different etymologies.
Comment
Hesychius' is the first secure attestation of this etymology, which is certainly older. Lentz attributes it already to Herodian, which is probably correct. The word is parsed as a compound of χρεώ "need", and according to scholars, was spelled either ζαχρηής or ζαχρειής (see ζαχρηής / ζα- + χράω1 for details).