ἄημι
Validation
No
Word-lemma
Word-form
ἦτορ
Transliteration (Word)
ētor
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
aēmi
Century
5 AD
Source
idem
Ref.
Etymologicum, eta, p. 67
Ed.
F. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig, Weigel, 1820
Quotation
Ἦτορ. κατὰ ἀποβολὴν τοῦ α. φρεσὶ θυμὸς ἀήτ<ο> παρὰ τὸ ἄω τὸ πνέω. καὶ ἐστὶ πνεῦμα ἡ ψυχή. ἀήτορ οὖν ἐστὶ καὶ ἦτορ. [NB: Sturz prints φρεσὶ θυμὸς ἀήτη; the text of Il. 21.386 is δίχα δέ ϲφιν ἐνὶ φρεϲὶ θυμὸϲ ἄητο]
ἀ- + τείρω
Validation
No
Word-lemma
Word-form
ἦτορ
Transliteration (Word)
ētor
Transliteration (Etymon)
a- + teirō
Century
1 BC
Reference
fr. 290
Edition
C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2] Berlin: De Gruyter, 1976
Source
Etym. Gudianum
Ref.
Et. Gudianum, p. 250
Ed.
F.W. Sturz, Etymologicum Graecae linguae Gudianum et alia grammaticorum scripta e codicibus manuscriptis nunc primum edita, Leipzig: Weigel, 1818 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 229-584
Quotation
ἦτορ· Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ τῆς Ἰάδος διαλέκτου οὕτως ἐτυμολογεῖ τὸ ἦτορ. ἆτόρ ἐστι, φησί, τὸ ὂν ἄτρεπτον· παρὰ γὰρ τὸν τείρω ἐνεστῶτα μέλλων γίνεται τερῶ, ὡς κείρω κερῶ· τοῦ δὲ ω σιγηθέντος ῥηματικὸν ὄνομα γίνεται τὲρ καὶ τὸρ μονοσύλλαβον, {καὶ} ὥσπερ <παρὰ> τὸ φέρω φὲρ καὶ φὸρ καὶ ἐπεκτάσει τοῦ ο εἰς ω φώρ, ὁ λῃστής, ὁ τὰ ἀλλότρια φέρων. τὲρ οὖν καὶ τὸρ καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἆτορ καὶ ἦτορ· ὥστε κυρίως ἐπὶ τῆς ἀφόβου ψυχῆς, καταχρηστικῶς δὲ ἐπὶ πάσης ψυχῆς.