ἄημι

Validation

No

Last modification

Wed, 08/14/2024 - 22:40

Word-form

ἦτορ

Transliteration (Word)

ētor

Transliteration (Etymon)

aēmi

Author

Orion

Century

5 AD

Source

idem

Ref.

Etymologicum, eta, p. 67

Ed.

F. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig, Weigel, 1820

Quotation

Ἦτορ. κατὰ ἀποβολὴν τοῦ α. φρεσὶ θυμὸς ἀήτ<ο> παρὰ τὸ ἄω τὸ πνέω. καὶ ἐστὶ πνεῦμα ἡ ψυχή. ἀήτορ οὖν ἐστὶ καὶ ἦτορ.   [NB: Sturz prints φρεσὶ θυμὸς ἀήτη; the text of Il. 21.386 is δίχα δέ ϲφιν ἐνὶ φρεϲὶ θυμὸϲ ἄητο]

ἀ- + τείρω

Validation

No

Last modification

Wed, 08/14/2024 - 23:10

Word-form

ἦτορ

Transliteration (Word)

ētor

Transliteration (Etymon)

a- + teirō

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. 290

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2] Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Etym. Gudianum

Ref.

Et. Gudianum, p. 250

Ed.

F.W. Sturz, Etymologicum Graecae linguae Gudianum et alia grammaticorum scripta e codicibus manuscriptis nunc primum edita, Leipzig: Weigel, 1818 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 229-584

Quotation

ἦτορ· Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ τῆς Ἰάδος διαλέκτου οὕτως ἐτυμολογεῖ τὸ ἦτορ. ἆτόρ ἐστι, φησί, τὸ ὂν ἄτρεπτον· παρὰ γὰρ τὸν τείρω ἐνεστῶτα μέλλων γίνεται τερῶ, ὡς κείρω κερῶ· τοῦ δὲ ω σιγηθέντος ῥηματικὸν ὄνομα γίνεται τὲρ καὶ τὸρ μονοσύλλαβον, {καὶ} ὥσπερ <παρὰ> τὸ φέρω φὲρ καὶ φὸρ καὶ ἐπεκτάσει τοῦ ο εἰς ω φώρ, ὁ λῃστής, ὁ τὰ ἀλλότρια φέρων. τὲρ οὖν καὶ τὸρ καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἆτορ καὶ ἦτορ· ὥστε κυρίως ἐπὶ τῆς ἀφόβου ψυχῆς, καταχρηστικῶς δὲ ἐπὶ πάσης ψυχῆς.