δείδω

Validation

No

Last modification

Fri, 07/30/2021 - 14:39

Word-form

δειλός

Transliteration (Word)

deilos

English translation (word)

cowardly

Transliteration (Etymon)

deidō

English translation (etymon)

to fear

Author

Arostonicus

Century

1 AD

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, delta, p. 55

Ed.

F. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig, Weigel, 1820

Quotation

Δειλός. ὁ δεδιὼς τὰς μυίας. ἢ παρὰ τὸν δείσω μέλλοντα. οὕτως Ἀριστόνικος. δέος δεσαρός· μεταθέσει τοῦ ρ εἰς λ, δεαλός· δειλὸς κράσει, ὡς ταχέας ταχεῖς

Translation (En)

Deilos "cowardly": the one who is afraid of flies. Or from the future deisō "I will fear". This what Aristonicus says. Deos *desaros, through change of the [r] into [l] dealos, and deilos through contraction, as takheas "swift" (Acc.pl.) takheis

Comment

Regular derivational etymology starting from the future form of the verb. It does not require any formal manipulation. This etymology is certainly older than Aristonicus, since it is fairly obvious for any Greek speaker, but is not attested explicitly before him. The second explanation in Orion is not by Aristonicus

Parallels

Herodian, Peri orthographias, Lentz III/2, p. 490 (δειλός: διὰ τῆς ει διφθόγγου· ὥσπερ γὰρ παρὰ τὸν βήσω μέλλοντα γίνεται βηλός, οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ δείδω δείσω σημαῖνον τὸ φοβοῦμαι γίνεται δειλός τῆς ει διφθόγγου ἐκ τοῦ ῥήματος οὔσης); Choeroboscus, De orthographia (epitome), p. 193 (Δειλός: Διὰ τῆς ει διφθόγγου· ὥσπερ γὰρ παρὰ τὸν σχήσω μέλλοντα, τὸν σημαίνοντα τὸ χωρῶ, γίνεται χηλὸς, σημαίνει δὲ τὴν κιβωτόν· καὶ ὥσπερ παρὰ τὸν βήσω μέλλοντα γίνεται βῆλος, ὅ ἐστιν βαθμὸς, οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ δείδω, δείσω, τοῦ σημαίνοντος τὸ φοβοῦμαι, γίνεται δειλός· τῆς ει διφθόγγου ἐκ τοῦ ῥήματος οὔσης); Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, delta 54 (δειλός: παρὰ τὸ δέω, τὸ φοβοῦμαι, πλεονασμῷ τοῦ ι, ὁ μέλλων δείσω, δειλός. ἢ παρὰ τὸ δέος δεειλός καὶ δειλός); Etym. Gudianum Additamenta, delta, p. 339 (Δειλός· διὰ τῆς ει γράφεται. ⟦ὥσπερ⟧ παρὰ τὸν χήσω μέλλοντα, τ⟦ὸν δηλ⟧οῦντα τὸ χωρήσω, ⟦γίνεται χηλός⟧, ὁ κ⟦ι⟧βωτός, ⟦καὶ παρὰ⟧ τὸν χύσω χυλός, καὶ ⟦παρὰ τὸν βή⟧σω βηλός, ὁ ⟦βαθμός⟧, οὕτως καὶ παρὰ τὸν δείσω δειλός διὰ τῆς ει); ibid., p. 339 (Δειλός· ὁ ἀσθενής· παρὰ τὸ δέω, τὸ φοβοῦμαι, δειλός· δέους γάρ ἐστι ποιητικός· καὶ γίνεται ἐκ τοῦ δέελος. σημαίνει δὲ ὁ δειλὸς δύο· τὸν κακὸν καὶ τὸν ἄνανδρον. δειλὸς δὲ κυρίως ὁ δεδιὼς τὰς ἴλας τῶν π⟦ολεμίων⟧ ἤτοι τὰ στίφη); Etym. Magnum, Kallierges, p. 260 (Δείδω: Ἀπὸ τοῦ δέους, δέω καὶ δείω· καὶ κατ’ ἐπένθεσιν τοῦ δ, δείδω. Ὅθεν καὶ δεισιδαίμων, ὁ εὐλαβὴς καὶ δειλὸς περὶ θεούς); ibid., p. 261 (Δειλός: Σημαίνει δύο· τὸν ἀσθενῆ, παρὰ τὸ δέος, δεϊλός· ἢ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ βήσω μέλλοντος γίνεται βηλὸς, οὕτως ἀπὸ τοῦ δείδω δείσω, σημαῖνον τὸ φοβοῦμαι, γίνεται δειλός); Etym. Symeonis, delta 91 (Δειλός· ὡς παρὰ τὸ χῶ, χήσω, τὸ χωρῶ· χηλὸς ἡ κιβωτός, οὕτως καὶ δείδω δείσω δειλός· ἢ παρὰ τὸ δέω δέϊλος καὶ δειλός)

Modern etymology

Derivative of *dwei- "to fear" found in δείδω, δεινός, δεῖμα, δέος

Persistence in Modern Greek

Yes, as a learned word

Entry By

Le Feuvre