λέπω

Validation

Yes

Last modification

Fri, 07/23/2021 - 10:39

Word-form

λεπτός

Transliteration (Word)

leptos

English translation (word)

peeled, thin, lean

Transliteration (Etymon)

lepō

English translation (etymon)

to peel, to strip off the rind

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. 422

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2], Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, alpha, p. 24

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig, 1820

Quotation

ἄκατος· μικρὸν πλοῖον. ἐκ τοῦ ἄγω ἄξω ἀκτὸς καὶ ἄκατος, ὡς ἀπὸ τοῦ λέπω λεπτός

Translation (En)

Akatos "small boat"; from agō "to lead", axō, aktos and akatos, as from lepō "to peel" leptos "peeled, thin"

Comment

This is the correct etymology by modern standards, λεπτός is the verbal adjective of λέπω

Parallels

Philoxenus, fr. 539 (ap. Orion, Etymologicum, lambda, p. 95) (λεπτός· παρὰ τὸ λέπω, ὅ ἐστι λεπίζω); Etym. Parvum, lambda 10 (Λεπρός· παρὰ τὸ λέπος, λεπηρὸς καὶ λεπρός· ἢ παρὰ τὸ λέπω τὸ λεπίζω, ὁ μέλλων λέψω, ὁ παρακείμενος λέλεφα λέλεμμαι λέλεψαι λέλεπται, καὶ ἐξ αὐτοῦ λεπτὸς καὶ τροπῇ τοῦ Τ εἰς Ρ λεπρός); Epimerismi homerici Il. 1.236b (ἔλεψε: παρὰ τὸ λέπω, ἐξ οὗ καὶ λέπος καὶ λεπτός καὶ λέπυρον, τὸ τῶν καρύων ἔλυτρον); Etym. Genuinum, lambda 66 (Λεπτός· παρὰ τὸ λείπω λεπτός· ὁ λείπων καὶ ὁ ἐνδέων. ἢ λέπω λεπτὸς ὁ ἐξελεπισμένος. ἢ παρὰ τὸ λέπος· τοῦτο παρὰ τὸ λέπω τὸ λεπίζω, ὁ μέλλων λέψω, ὁ παθητικὸς παρακείμενος λέλεμμαι λέλεψαι λέλεπται λεπτός.); Etym. Magnum, Kallierges p. 560 (idem); Eustathius, Comm. Il. 4, 537-538 Van der Valk (ἐκ δὲ τοῦ λέπειν καὶ τῶν αὐτοῦ κινήσεων καὶ τὸ λεπτὸν γίνεται ὡς οἷον λεπιστόν, καὶ ἡ ὀρειώδης λεπάς, ὡς καὶ ὁ λεπρός, καὶ ἡ λεπρὰς πέτρα, ἐφ’ ἧς αἱ λεπάδες, καὶ τὸ ὀρεινὸν λέπας, καὶ ὁ τοῦ κρομύου λοπός, ἴσως δὲ καὶ ὁ κατ’ ὄρος λόφος ἐκ τοῦ λέλεφα παρακειμένου ἐνεργητικοῦ, καὶ ἐκ τοῦ μέσου ἡ λοπάς; ὡς καὶ λεπτὴ καὶ τραχεῖα. ἐκεῖθεν δὲ καὶ ἡ λεπίς [καὶ τὸ λέπαδνον, ἴσως δὲ καὶ ἡ παρὰ τῷ Δειπνοσοφιστῇ λεπαστὴ ὀξυτόνως κύλιξ, ὡς τὸ καλή, ἢ παροξυτόνως, ὡς τὸ μεγάλη. τάχα γὰρ διὰ τὸ καὶ λεπτὸν καὶ ἐκπέταλον δὲ κατὰ τὰς λεπάδας ἔσχε τὸ καλεῖσθαι λεπταστή. οἱ μέντοι παλαιοὶ διὰ τὸ μεγάλην αὐτὴν εἶναι ἀπὸ τοῦ λάπτειν ὠνομάσθαι φασὶ διὰ τοὺς ἐπὶ μέθῃ ἀναλίσκοντας πολλά, οὓς λαφύκτας ἐκάλουν); Eustathius, Comm. Od. 2, 201 (εἰκὸς δὲ καὶ τὴν λοπάδα τοιαύτης εἶναι συστοιχίας διὰ τὸ τῆς πλάσεως οὐ παχὺ ἀλλὰ ὡς εἰπεῖν λεπτόν· ὃ δὴ καὶ αὐτὸ ἐκ τοῦ λέπω γίνεται); Thomas Magister, Ecloga nominum et verborum Atticorum, lambda, p. 225 (Λεπτὸν κυρίως τὸ μὴ πάχους μετέχον ξύλον, ἀλλ’ ἄγαν περιεξεσμένον, ἀπὸ τοῦ λέπω λέψω λέλεφα λέλεμμαι λέλεψαι λέλεπται. ἐκεῖθεν δὲ εἰς διαφόρους σημασίας ἐξῆκται. λεπτὸν γὰρ νόημα λέγομεν τὸ μὴ τοῖς πολλοῖς εὔληπτον)

Modern etymology

Λεπτός is the verbal adjective of λέπω "to peel". See λεπρός for the modern etymology

Persistence in Modern Greek

Λεπτός is used in Modern Greek to designate: 1. "thin", 2. "consisting of thin pieces", 3. "pleasantly subtle", 4. "not dense", 5. (metaph.) "not perceivded" and many more. Λεπτό is the "minute", and in the plural/λεφτά means "money".

Entry By

Le Feuvre