κόπτω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Κωφός. παρὰ τὸ ἐγκεκόφθαι τὴν ὄπαν, κεκοπός τις ὢν, ὁ μήτε φθεγγόμενος, μήτε ἀκούων.
Translation (En)
Kōphos "mute", from the fact that their voices have been cut out (enkekophthat), *kekopos "cut out", as it were, the man who can neither speak nor hear
Parallels
Orion, Etymologicum (excerpta e cod. Darmstadino 2773), p. 614 (κοφὸς (sic) παρὰ τὸ ἐκκεκόφθαι· ἢ ἀφηρῆσθαι τὴν ὅπα ἐν τῶ ἀκούειν· καὶ ἐπὶ τοῦ ἀλάλου τὸ αὐτό); J. Philoponus, De opificio mundi, p. 71 (τὸν δὲ τοιοῦτον καὶ κωφὸν καλοῦσι παρὰ τὸ ἐκκεκόφθαι τὴν ὄπα τουτέστιν τὴν φωνήν); Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, p. 142 (κωφός, παρὰ τὸ κεκόφθαι τὴν ὄπα, ἢ τὴν φωνήν· οἱ γὰρ κωφοὶ μὴ ἀκούοντες οὐδὲ λέγουσιν· ἢ κενοπός τις ὢν, ὁ μήτε ἀκούων μήτε φθεγγόμενος); ibid., p. 142-143 (Ἐκωφώθην ἐκ τοῦ κωφὸς, τοῦτο παρὰ τὸ κεκόφθαι τὴν ὄπα); Etym. Gudianum, kappa, p. 358 (Κωφὸς, παρὰ τὸ κεκόφθαι τὴν ὄπα, ἢ κεκοπός τις ὢν, ὁ μήτε φθεγγόμενος μήτε ἀκούων· ἁρμόζει δὲ τὸ σύμφωνον τῆς λέξεως, ὡς πρὸς ἄμφω· οἷον, καὶ κωφοῦ συνημμένων, καὶ οὐ λαλέοντα ἀκούων); ibid., p. 359 (Κωφὸς, παρὰ τὸ κεκομμένην ἔχειν τὸ οὖς· εἰ γὰρ καὶ τὸ οὖς ἔχει, καὶ τὴν ἀκοὴν οὐκ ἔχει.); Etym. Magnum, Kallierges, p. 552 ( Κωφός: Παρὰ τὸ κεκόφθαι καὶ ἀφαιρεῖσθαι τὴν ὄπα ἐν τῷ ἀκούειν· καὶ ἐπὶ τοῦ ἀλάλου τὸ αὐτό. Ἢ παρὰ τὸ ἐγκεκόφθαι τὴν ὄπα, κεκοπός τις ὢν, ὁ μήτε φθεγγόμενος, μήτε ἀκούων, τὸ ἔτυμον τῆς λέξεως ἁρμόζει (πρὸς) ἄμφω. Οὕτως Ἀπολλώνιος ἐν ταῖς γλώσσαις Ἡροδότου); Ps.-Zonaras, Lexicon, kappa, p. 1275 (Κωφός. παρὰ τὸ κεκόφθαι τὴν ὄπα. ἢ κένοπος τὶς ὢν, ὁ μήτε φθεγγόμενος, μήτε ἀκούων)








Comment
Derivational etymology relying on a causal relationship between the etymon "to smite" and the lemma "mute", with the lemma being the result and the etymon the cause.