ἔρα

Validation

No

Last modification

Fri, 12/27/2024 - 23:15

Word-form

ἠρίον

Transliteration (Word)

ērion

English translation (word)

burial mound, tomb

Transliteration (Etymon)

era

English translation (etymon)

earth

Author

Herodian

Century

2 AD

Source

idem

Ref.

Partitiones

Ed.

J.F. Boissonade, Herodiani partitiones, London, 1819 (repr. 1963)

Quotation

Ἱρεῖον, τὸ θῦμα, ἰῶτα καὶ δίφθογγον· εἰρίον, τὸ μαλίον, δίφθογγον καὶ ι· ἠρίον, τὸ μνημεῖον, η καὶ ι. Γίνεται μὲν οὖν τὸ πρῶτον ἀπὸ τοῦ ἱερεύς· τὸ δεύτερον, ἀπὸ τοῦ εἴρω, τὸ πλέκω· τὸ τρίτον, ἀπὸ τοῦ ἔρα, ἡ γῆ.

Translation (En)

Ireion, "sacrifice", iota and diphthong; eirion "wool", diphthong and /i/; ērion "tomb", /ē/ and /I/. The first one is derived from heiress "priest", the second one, from eirō "to plait", the third one, from era "earth"

Comment

Derivational etymology, relying on the familiar alternation between ε and η. Semantically, the tomb is the monument of a deceased man buried under the earth

Parallels

Orion, Etymologicum, eta, p. 70 (Ἤριον. ἐκ τοῦ ἔρα ἡ γῆ); Photius, Lexicon, eta 238 (ἠρία· οἱ τάφοι· φασὶ δέ τινες κοινότερον μὲν πάντας τοὺς τάφους οὕτως ὀνομάζεσθαι, κατ’ ἐξαίρεσιν δὲ τοὺς μὴ ἐν ὕψει ᾠκοδομημένους· ὠνομάσθαι δὲ παρὰ τὴν ἔραν); Suda, eta 512 (idem); T Schol. Il. 23.126a (ἠρίον: παρὰ τὴν ἔραν); Etym. Gudianum, eta, p. 248 (Ἠρίον, ὁ τάφος, παρὰ τὴν ἔραν τὴν γῆν, τροπῇ τοῦ ε εἰς η, ὄρους δὲ καὶ τοὺς λουτῆρας ἔλεγον οἱ παλαιοί); Etym. Gudianum Additamenta, epsilon, p. 524 (Ἐριπεῖν· τὸ ἐπὶ τῆς ἔρας πεσεῖν. ταύτῃ δὲ καὶ ἐρίπια λέγεται καὶ ἤρια τὰ τῆς γῆς χώματα); Eustathius, Comm. Od., vol. 1, p. 396 (δοκεῖ γὰρ παραδηλοῦν κατὰ τὸν ἦχον τῆς προφορᾶς ἡ λέξις, τοὺς περὶ ἠρία κειμένους ἢ περὶ ἔραν, ὡς οἷον νερτέρους); Etym. Magnum, Kallierges, p. 437 ( Ἤρια καὶ ἠρία: Ὁ διάφορος τόνος διάφορον ποιεῖ καὶ τὴν σημασίαν. Προπαροξυτόνως σημαίνει τὰ ἔρια, καὶ κατ’ ἔκτασιν, ἤρια· παροξυτόνως δὲ σημαίνει τοὺς τάφους, παρὰ τὴν ἔραν· τὸ γὰρ παλαιὸν ἐν τοῖς κοιλώμασι τῆς γῆς ἔθαπτον, μήτε σιδήρῳ μήτε χαλκῷ κεχρημένοι. Ἢ παρὰ τὸν ἀέρα, ἤγουν τὸν ἐπικείμενον σκότον τοῖς τεθνεῶσι. Θεόκριτος, ‘καὶ ἠρία κεκμηώτων’· καὶ Καλλίμαχος, ‘τίνος ἠρίον ἵστατε τοῦτο;’); Schol. in Hesiodum, Op. 157b (Ἔρα γὰρ ἡ γῆ, καὶ ἠρία τὰ χώματα); Schol. in Theocritum 2.13 (ἠρία: οἱ τάφοι κοινῶς παρὰ τὸ ἐνηρεῖσθαι τῇ γῇ· ἢ παρὰ τὴν ἐπιχεομένην τοῖς νεκροῖς ἔραν, ὅ ἐστι γῆν)

Modern etymology

Unknown (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Le Feuvre