εὕδω

Validation

No

Last modification

Mon, 08/26/2024 - 11:15

Word-form

εὐνή

Transliteration (Word)

eunē

English translation (word)

bed, bedding

Transliteration (Etymon)

heudō

English translation (etymon)

to go to bed

Author

Apion

Century

1 AD

Reference

fr. 35

Edition

S. Neitzel, Die Fragmente des Grammatikers Dionysios Thrax. Die Fragmente der Grammatiker Tyrannion und Diokles. Apions Glossai Homerikai [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 3. Berlin: De Gruyter, 1977]

Source

Etym. Genuinum

Ref.

Etym. Genuinum AB

Ed.

S. Neitzel, Die Fragmente des Grammatikers Dionysios Thrax. Die Fragmente der Grammatiker Tyrannion und Diokles. Apions Glossai Homerikai [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 3. Berlin: De Gruyter, 1977]

Quotation

(Neitzel) εὐνή· ἡ κοίτη. παρὰ τὸ εὕδω ... ἢ παρὰ τὸ νῶ τὸ σωρεύω ... τρία δὲ σημαίνει ἡ λέξις παρὰ τῷ Ποιητῇ, τὴν κοίτην, ὡς ὅταν λέγῃ „εὐνῇ ἐν μαλακῇ“ (χ 196), τὴν ἄγκυραν, ὡς ἐν τῷ „εὐνὰς δ’ ἔβαλον“ (Α 436), καὶ τὴν διατριβήν· „ὅθι φασὶ θεάων ἔμμεναι εὐνάς“ (Ω 615))

Translation (En)

eunē "the bed", from heudō "to go to bed"… or from "to pile up"… The word has three meanings in Homer: the bed, as when he says ‘eunēi en malakēi’ ("in a soft bed"), the anchor, as in ‘eunas d' ebalon’ ("they dropped anchor"), and the dwelling ‘hothi phasi theaōn emmenai eunas’ ("where they say are the goddesses' dwelling")

Comment

Derivational etymology, suggested by the initial syllable of the two verbs and the obvious demanding relationship between "bed" and "to go to bed"

Parallels

Etym. Magnum, Kallierges, p. 393 (Εὐνή: Ἡ κοίτη. Παρὰ τὸ εὕδω εὐδίνη· καὶ συγκοπῇ, εὐνὴ, ἐφ’ ᾗ καθεύδομεν. Ἢ παρὰ τὸ νῶ, τὸ σωρεύω, καὶ τὸ εὖ, γίνεται εὐνὴ, οἱονεὶ τὰ καλῶς νενησμένα καὶ σεσωρευμένα στρώματα, παρὰ τὸ εὖ σεσωρεῦσθαι ταῦτα ἐν τῇ κοίτῃ); Etym. Symeonis, epsilon 946 (Εὐνή· ἡ κοίτη· παρὰ τὸ εὕδω εὐδίνη· καὶ ἐν συγκοπῇ εὐνή, ἐφ’ ᾗ καθεύδουσιν. Ἢ παρὰ τὸ νῶ, τὸ σωρεύω, οἱονεὶ τὰ καλῶς νενησμένα καὶ σεσωρευμένα στρώματα ἐν τῇ κοίτῃ. Τρία δὲ σημαίνει ἡ λέξις τὴν κοίτην τὴν ἄγκυραν οἷον· ἐκ δ’ εὐνὰς ἔβαλον· γίνεται παρὰ τὸ εὐνάζειν καὶ ἐν ἡσυχίᾳ ποιεῖν τὴν ναῦν· καὶ εὐναῖος, καὶ τὴν διατριβήν, ὡς τό· ὅθι φασὶ Τυφωέως ἔμμεναι εὐνάς); Ps.-Zonaras, Lexicon, epsilon, p. 909 (Εὐνὴ καὶ εὐνάς. ἡ ἄγκυρα. οἷον· —‘εὐνάς τ’ ἐβάλλοντο’. καί· ‘ἔκ τ’ εὐνὰς ἔβαλον’—. παρὰ τὸ εὐνάζειν καὶ ἐν ἡσυχίᾳ ποιεῖν τὴν ναῦν, ὅπερ ἡμῖν ἐν τῇ εὐνῇ ἤγουν τῇ κοίτῃ συμβαίνει. εὐνὴ γὰρ ἡ κοίτη. παρὰ τὸ εὕδω εὐθίνη καὶ ἐν συγκοπῇ εὐνὴ, ἐφ’ ᾗ καθεύδουσιν.[ἢ παρὰ τὸ νῶ, τὸ σωρεύω, καὶ τὸ εὖ γίνεται εὐνὴ, οἱονεὶ τὰ καλῶς νενησμένα καὶ σεσωρευμένα στρώματα ἐν τῇ κοίτῃ.‘εὐνῇ ἐνὶ μαλακῇ’— σημαίνει καὶ τὴν διατριβήν. ‘ὅθι φασὶ Τυφωέως ἔμμεναι εὐνάς’.]); Scholia in Oppianum, Hal. 1.18 (Εὐνήν· κοίτην. Εὐνὴ σημαίνει τρία, τὴν κοίτην, τὴν ἄγκυραν καὶ τὴν διατριβήν· τὴν κοίτην, ὡς τὸ εὕδω τὸ κοιμῶμαι εὑδίνη καὶ συγκοπῇ εὐνή· τὴν ἄγκυραν τῆς νηὸς ἀπὸ τοῦ εὐνάζειν καὶ ἐν ἡσύχῳ ποιεῖν τὴν ναῦν, ὡς τό (Od. ν, 496)· ‘ἐκ δ’ εὐνὰς ἔβαλον’. καὶ τὴν διατριβὴν, ὡς τό (Il. β. 783)· ‘ὅθι πού φασιν ἔμμεναι εὐνάς’)

Modern etymology

Unknown (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Le Feuvre