λείβω

Validation

No

Last modification

Sat, 04/20/2024 - 12:10

Word-form

λίβανος

Transliteration (Word)

libanos

English translation (word)

frankincense

Transliteration (Etymon)

leibō

English translation (etymon)

to pour, to make a libation

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. 540

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2] Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, lambda, p. 94

Ed.

F. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig, Weigel, 1820

Quotation

Λίβανος. παρὰ τὸ λείβω τὸ σπένδω. τὸ εἰς σπονδὰς καὶ θυσίας ἐπιτήδειον. οὕτω Φιλόξενος

Translation (En)

Libanos "frankincense": from leibō "to make a libation", the appropriate one for libations and fumigations. Thus Philoxenus

Comment

Derivational etymology relying on the usual alternation ει ~ ι (e grade ~ zero grade). The frank incense is used in religious rituals, where it is burned (εἰς θυσίας), and usually fumigations go together with libations. It is also used in perfumes, which were poured. Orion in another entry justifies the meaning "pouring" by saying that the resin drops from the tree. It is one of the many instances of a purely Greek etymology provided for a loanword

Parallels

Orion, Etymologicum, lambda, p. 96 (Λίβανος. παρὰ τὸ λείβω. καταστάζεται γὰρ ἀπὸ τοῦ φυτοῦ. λείβω, λείψω, λιμὸς, καὶ παρὰ τὸ αὐτὸ ῥῆμα); Herodian, Peri orthographias, Lentz III/2, p. 545 (ap. Choeroboscus, De orthographia (epitome), p. 234) (λίβανος: ι. παρὰ τὸ λείβω. καὶ γὰρ συναλιφή ἀπὸ τοῦ ἀλείφω. ἔστι δέ τινα ὀνόματα ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα ἅτινα οὐ φυλάττει τὴν τοῦ ῥήματος γραφὴν ὡς ἐπιτοπλεῖστον πείθω πιθανός, λείβω λίβανος); Herodian, Peri pathôn (supplementum), Lentz II/2, p. 188 (παρὰ δὲ τὸ λείβω, λιβάς, λοιβή, λέβης, λίβανος καὶ λιβανωτός); Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, epsilon 193 (idem) Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, p. 137 (λίβανος, παρὰ τὸ λίαν βαίνειν, ἢ παρὰ τὸ λείβω τὸ σπένδω); ibid., p. 157 (λείβανος παρὰ τὸ λείβω τὸ στάζω, ἢ ἀπὸ τοῦ λίβας καὶ τοῦ ἀνίω, τὸ ἀναπέμπω λιβάδας); Etym. Genuinum, lambda 100 (Λίβανος: ⸤δένδρον ἢ καὶ ὄρος οὕτω καλούμενον. λίβανος δὲ εἴρηται, οἱονεὶ⸥ ὁ λειβόμενος καὶ σπενδόμενος); Etym. Gudianum, lambda, p. 369 (Λίβανος, παρὰ τὸ λείβω τὸ σπένδω, τὸ εἰς εὐχὰς καὶ σπονδὰς ἐπιτήδειον, παρὰ τὸ ἐκεῖ νεύειν τὸν λίβαν·   ἢ παρὰ τὸ λίαν βαίνειν, ὑψηλὸν γὰρ τὸ ὄρος· ἔστι δὲ καὶ δένδρον); Etym. Magnum, Kallierges, p. 564 (Λίβανος: Παρὰ τὸ λίαν βαίνειν· ἢ παρὰ τὸ λείβω, τὸ στάζω ἢ σπένδω, ὁ λειβόμενος καὶ σπενδόμενος); ibid., p. 564 (Λιβανωτός […] Λίβανος, παρὰ τὸ λείβω, τὸ σπένδω, τὸ εἰς σπονδὰς καὶ θυσίας ἐπιτήδειον); Ps.-Zonaras, Lexicon, lambda, p. 1307 (Λίβανον. δένδρον ἢ καὶ ὄρος οὕτως καλούμενον. λίβανος δὲ εἴρηται, οἱονεὶ ὁ λειβόμενος καὶ σπενδόμενος); Scholia in Theocritum 1.28d (vetera) (γλυφάνοιο: ὡς τὸ στέφω στέφανος, λείβω λίβανος, οὕτω καὶ γλύφω γλύφανος)

Modern etymology

Loanword from Semitic (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

MG still has λίβανος as the name of the tree, and λιβάνι (< λιβάνιον) as the name of the resin, the frankincense

Entry By

Le Feuvre