λείβω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Λίβανος. παρὰ τὸ λείβω τὸ σπένδω. τὸ εἰς σπονδὰς καὶ θυσίας ἐπιτήδειον. οὕτω Φιλόξενος
Translation (En)
Libanos "frankincense": from leibō "to make a libation", the appropriate one for libations and fumigations. Thus Philoxenus
Parallels
Orion, Etymologicum, lambda, p. 96 (Λίβανος. παρὰ τὸ λείβω. καταστάζεται γὰρ ἀπὸ τοῦ φυτοῦ. λείβω, λείψω, λιμὸς, καὶ παρὰ τὸ αὐτὸ ῥῆμα); Herodian, Peri orthographias, Lentz III/2, p. 545 (ap. Choeroboscus, De orthographia (epitome), p. 234) (λίβανος: ι. παρὰ τὸ λείβω. καὶ γὰρ συναλιφή ἀπὸ τοῦ ἀλείφω. ἔστι δέ τινα ὀνόματα ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα ἅτινα οὐ φυλάττει τὴν τοῦ ῥήματος γραφὴν ὡς ἐπιτοπλεῖστον πείθω πιθανός, λείβω λίβανος); Herodian, Peri pathôn (supplementum), Lentz II/2, p. 188 (παρὰ δὲ τὸ λείβω, λιβάς, λοιβή, λέβης, λίβανος καὶ λιβανωτός); Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, epsilon 193 (idem) Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, p. 137 (λίβανος, παρὰ τὸ λίαν βαίνειν, ἢ παρὰ τὸ λείβω τὸ σπένδω); ibid., p. 157 (λείβανος παρὰ τὸ λείβω τὸ στάζω, ἢ ἀπὸ τοῦ λίβας καὶ τοῦ ἀνίω, τὸ ἀναπέμπω λιβάδας); Etym. Genuinum, lambda 100 (Λίβανος: ⸤δένδρον ἢ καὶ ὄρος οὕτω καλούμενον. λίβανος δὲ εἴρηται, οἱονεὶ⸥ ὁ λειβόμενος καὶ σπενδόμενος); Etym. Gudianum, lambda, p. 369 (Λίβανος, παρὰ τὸ λείβω τὸ σπένδω, τὸ εἰς εὐχὰς καὶ σπονδὰς ἐπιτήδειον, παρὰ τὸ ἐκεῖ νεύειν τὸν λίβαν· ἢ παρὰ τὸ λίαν βαίνειν, ὑψηλὸν γὰρ τὸ ὄρος· ἔστι δὲ καὶ δένδρον); Etym. Magnum, Kallierges, p. 564 (Λίβανος: Παρὰ τὸ λίαν βαίνειν· ἢ παρὰ τὸ λείβω, τὸ στάζω ἢ σπένδω, ὁ λειβόμενος καὶ σπενδόμενος); ibid., p. 564 (Λιβανωτός […] Λίβανος, παρὰ τὸ λείβω, τὸ σπένδω, τὸ εἰς σπονδὰς καὶ θυσίας ἐπιτήδειον); Ps.-Zonaras, Lexicon, lambda, p. 1307 (Λίβανον. δένδρον ἢ καὶ ὄρος οὕτως καλούμενον. λίβανος δὲ εἴρηται, οἱονεὶ ὁ λειβόμενος καὶ σπενδόμενος); Scholia in Theocritum 1.28d (vetera) (γλυφάνοιο: ὡς τὸ στέφω στέφανος, λείβω λίβανος, οὕτω καὶ γλύφω γλύφανος)
Comment
Derivational etymology relying on the usual alternation ει ~ ι (e grade ~ zero grade). The frank incense is used in religious rituals, where it is burned (εἰς θυσίας), and usually fumigations go together with libations. It is also used in perfumes, which were poured. Orion in another entry justifies the meaning "pouring" by saying that the resin drops from the tree. It is one of the many instances of a purely Greek etymology provided for a loanword