χλιαρός

Validation

No

Last modification

Sat, 02/10/2024 - 22:35

Word-form

λιαρός

Transliteration (Word)

liaros

English translation (word)

warm, mild

Transliteration (Etymon)

khliaros

English translation (etymon)

warm

Author

Orion

Century

5 AD

Source

idem

Ref.

Etymologicum, lambda, p. 92

Ed.

F. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig, Weigel, 1820

Quotation

Λιαρός. ἀποβολῇ τοῦ χ. χλιαρὸς γάρ. τὰ δὲ χλιαρὰ πρ<ο>σηνῆ. δύναται δὲ καὶ ἄλλως. λίλω τὸ λίαν θέλω. λῶ γὰρ τὸ θέλω. καὶ λιλῶ λιλαίω. καὶ λιλαίετο παρ’ Ὁμήρῳ. καὶ ὡς μαδῶ μαδαρὸς, πλαδῶ πλαδαρὸς, χαλῶ χαλαρὸς, λιλῶ λι<λ>αρὸς, καὶ ἀποβολῇ τοῦ λ, λιαρός. τὰ γὰρ προσηνῆ θέλομεν  [NB: Sturz prints πρισηνῆ for the first occurrence of the word]

Translation (En)

Liaros "warm, mild". By dropping of the /kh/, because it is khliaros "warm", and what is warm is pleasant. It can also be explained otherwise. For *lilō means "to wish", and lilô, lilaiō "I am eager to", and lilaieto "he was eager to" in Homer. And as from madô "to be wet" is derived madaros "wet", and from pladô "to be moist", pladaros "moist", and from khalô "to be lax", khalaros "lax", from lilô *lilaros, and by dropping of the /l/, liaros. Because we wish what is pleasant

Comment

Derivational etymology requiring one formal change, the loss of the initial consonant in the etymon. The relationship between "warm" and "sweet" is a causal one, the etymon is the cause of the lemma. In several sources, the etymology is implicit because of a shortened formulation

Parallels

Etym. Genuinum, lambda 97 (Λιαρόν: χλιαρόν, προσηνές. παρὰ τὸ λῶ τὸ θέλω λαρὸν ὃ θέλομεν ὡς νῶ ναρόν, λῶ λαρόν, πλεονασμῷ τοῦ Ι λιαρόν. ἢ ἱλαρὸν καὶ καθ’ ὑπέρθεσιν λιαρόν); Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, tau 6 ((s.v. τιμή) λίω, τὸ σημαῖνον τὸ προθυμοῦμαι⸥, ἐξ ⸤οὗ⸥ λ⸤ι⸥αρ⸤όν⸥—καὶ ἔστι καὶ περισπώμενον λιῶ λ⸤ιή⸥σω ⸤λελίηκ⸥α λελίημαι λελιημένος—καὶ οὐκ ἔστιν ἀπὸ τοῦ χλιαρόν κατὰ ἀφαίρεσιν, ὡς λέγουσί τινες); Etym. Gudianum, tau, p. 529 (idem, except for ἄστι instead of δέ καὶ ἔστι); Eustathius, Comm. Il., vol. 1, p. 371 (Ὅτι πολλαὶ τῶν λέξεων ἀπὸ συμφώνου ἀρχόμεναι, εἶτα τοῦ κατ’ ἀρχὰς συμφώνου ἐκπεσοῦσαι, μένουσι πάλιν ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, οἷον καύχημα αὔχημα, χλιαρόν λιαρόν, γαῖα αἶα, σμικρόν μικρόν, σῦς ὗς); ibid., vol. 2, p. 539 (Ὅτι δὲ λέξεις πολλαὶ τοῦ κατ’ ἀρχὴν ἐκπίπτουσαι συμφώνου τὸν αὐτὸν αὖθις νοῦν σῴζουσιν, ἐδηλώθη ἔν τε τῷ χλιαρός λιαρός, καὶ περι καὶ ἐρι τῷ ἐπιτατικῷ, καὶ πήγανον ἤγανον, καὶ σμικρόν μικρόν καὶ ἐν ἄλλοις, [ὧν ἐστι καὶ τὸ μῆλα ἦλα, ὥς φασιν οἱ παλαιοὶ μετὰ καὶ χρήσεως.]); ibid., vol. 3, p. 237 (Αἷμα δὲ λιαρόν, ὃ πρὸ ὀλίγου θερμὸν εἶπεν ἐν τῷ «ὄφρα αἷμα ἔτι θερμόν». [Ἰστέον δὲ ὅτι πολλῶν ὄντων κατὰ τὸ χλιαρόν λιαρόν, πήγανον ἤγανον, ὡς ἀλλαχοῦ κεῖται, τακτέον σὺν αὐτοῖς καὶ τὸ σμῖλαξ, καὶ δίχα δὲ τοῦ σ μῖλαξ, οἷον «ἐστεφανοῦτο μίλακι καὶ ἀμπέλῳ καὶ κισσῷ», ἔτι δὲ καὶ τὸ σμύραινα καὶ μύραινα δὲ ὡς ἐπὶ πολύ, καὶ τὸ καπάνη, ἀπάνη, ὅ ἐστιν ἀπήνη); Etym. Magnum, Kallierges, p. 564 (Λιαρός: Ἰλιάδος λʹ, ‘Καὶ ὕδατι λιαρῷ’. Εὐκράτῳ, χλιαρῷ, προσηνεῖ. Ἀπὸ τοῦ χλιαρὸς, κατὰ ἀποβολὴν τοῦ χ· τὰ γὰρ χλιαρὰ, προσηνῆ. Ἢ παρὰ τὸ λῶ, τὸ θέλω, γίνεται λαρὸν, ὃ θέλομεν, ὡς νῶ, ναρόν· καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι, λιαρόν. Ἢ λιλῶ, τὸ λίαν θέλω· καὶ ὡς μαδῶ μαδαρὸς, πλαδῶ πλαδαρὸς, οὕτω λιλῶ λιλαρός· καὶ ἀποβολῇ τοῦ λ, λιαρός· τὰ γὰρ προσηνῆ θέλομεν καὶ αὐτῶν ἐπιθυμοῦμεν); ibid., p. 812 (Χλιαρός: Παρὰ τὸ χλιαίνω· τὸ δὲ λιαρὸς, οὐκ ἀπὸ τοῦ χλιαρὸς, ὥς τινες, ἀλλὰ παρὰ τὸ λίω, τὸ προθυμοῦμαι); Ps.-Zonaras, Lexicon, lambda, p. 1311 (Λιαρόν. θερμὸν, χλιαρὸν, προσηνές. παρὰ τὸ λῶ, τὸ θέλω, λαρόν. ὡς νῶ ναρὸν, λῶ λαρὸν, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι λιαρόν. ἢ ἱλαρὸν, καὶ καθ’ ὑπερβιβασμὸν λιαρόν); Schol. Od. 5.268b Pontani (λιαρόν τε] ἢ χλιαρόν, ἢ καὶ ὁμαλόν, ἀπὸ τοῦ “λεῖον” τὸ ὁμαλόν. / ὁμαλόν / χλιαρόν, ἡδύ)

Modern etymology

Unknown (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Le Feuvre