δρῦς
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Ἐδρύφθη, ἐξέσθη. ἀπὸ τῆς λεπιζομένης δρυός.
Translation (En)
Edruphthē "it was scraped", from the oak (druos) that is flayed
Parallels
Etym. Gudianum, epsilon, p. 401 (Ἐδρύφθη· τὸ ἐξύσθη· παρὰ τὸ λεπίζεσθαι τὴν δρῦν ἡ μεταφορά); Eustathius, Comm. Il., vol. 3, p. 221 (ἀπὸ δρυῶν δὲ τὸ δρύπτω, ὅ ἐστι ξύλων, ἃ λέπονται τοῦ φλοιοῦ); ibid., vol. 3, p. 857 (Δρύπτειν δὲ κυρίως μὲν ἐπὶ λεπισμοῦ δρυῶν, ἤτοι ξύλων, καταχρηστικῶς δὲ καὶ τὸ ἁπλῶς ξέειν); Etym. Magnum, Kallierges, p. 288 (Δρύπτω: Τὸ σπαράττω. Ὅμηρος, ‘Δρυψάμενοι δ’ ὀνύχεσσι παρειάς’. Παρὰ τὰς δρῦς. Τὸ γὰρ παλαιὸν ἁρπάζοντες τὰς βαλάνους, περιπαίοντες ἀλλήλους ἐσπάραττον· ἀπὸ δὲ τούτου, δρυμάσσω ῥῆμα τὸ σπαράττω. Ἢ ἀπὸ τῶν περιλεπιζομένων δρυῶν εἴρηται); Etym. Symeonis, delta 367 (Δρύπτω: Τὸ σπαράττω. Ὅμηρος, ‘Δρυψάμενοι δ’ ὀνύχεσσι παρειάς’. Παρὰ τὰς δρῦς. Τὸ γὰρ παλαιὸν ἁρπάζοντες τὰς βαλάνους, καὶ περιπαίοντες ἀλλήλους ἐσπάραττον); Ps.-Zonaras, Lexicon, delta, p. 574 (idem)
Comment
Derivational etymology, a variant of the etymology by δόρυ (see δρύπτω / δρῦς)