ἄπειρος2

Validation

No

Last modification

Sat, 12/30/2023 - 04:10

Word-form

ἤπειρον

Transliteration (Word)

ēpeiros

English translation (word)

mainland

Transliteration (Etymon)

apeiros

English translation (etymon)

boundless

Author

Euripides

Century

5 BC

Reference

fr. 1010

Edition

A. Nauck, Tragicorum Graecorum fragmenta, Leipzig: Teubner, 1889 (repr. Hildesheim: Olms, 1964)

Source

Συναγωγή λέξεων χρησίμων (versio antiqua)

Ref.

Συναγωγή λέξεων χρησίμων, eta 96

Ed.

I.C. Cunningham, Συναγωγὴ λέξεων χρησίμων [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 10. Berlin - New York: De Gruyter, 2003]

Quotation

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα

Translation (En)

Setting foot onto an endless dry land

Comment

The etymology is implicit in Euripides. It relies on a unique change of the initial vowel. This change relies on the familiar alternation between ᾰ and η in Ionic-Attic. Therefore the etymology must have seemed quite obvious and it is the only one found in our sources. Form the semantic point of view, the mainland has no limit, as opposed to an island. The etymon ἄπειρος itself is correctly parsed as a privative compound of πέρας (Hom. πεῖραρ) "limit".

Parallels

Agathemerus, Geographiae informatio 4 (Ἐκλήθησαν δὲ ἤπειροι ἄπειροί τινες οὖσαι δι’ ἄγνοιαν); Apollonius, Lexicon homericum, p. 84 (ἤπειρος ποτὲ μὲν εἰς ἄπειρον διήκουσα γῆ καὶ μὴ νῆσος); Orion, Etymologicum (excerpta e cod. Darmstadino 2773), p. 613-614 (ἤπειρος, ἄπειρος ἡ μὴ σχοῦσα πέρας); Hesychius, Lexicon, eta 673 (ἤπειρος· γῆ. χέρσος. πᾶσα ἡ ἔρημος. καὶ ὁδὸς ἄπειρος); J. Philoponus, In Aristotelis meteorologicorum librum primum commentarium 14.1, p. 19 (οὕτως οὐδὲ ἡ γῆ πρὸς αὐτὴν ἔχει, καίτοι μεγίστη οὖσα καὶ διὰ τὸ μέγεθος ἤπειρος οἱονεὶ ἄπειρος ὀνομαζομένη, οἷόν ἐστι τὸ “ἤπειρον εἰς ἄπειρον εἰσεπλεύσαμεν”); Συναγωγή  λέξεων χρησίμων (versio antiqua), eta 96 (ἤπειρος· χέρσος γῆ, οἷον ἄπειρός τις οὖσα. ἤπειρος δὲ λέγεται παρὰ τοῖς ποιηταῖς ἡ γῆ καταχρηστικῶς· κυρίως δὲ ἡ εἰς ἄπειρον ἐκβάλλουσα, ὡς Εὐριπίδης (fr. 1010)· ‘ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα’); Photius, Lexicon, eta 212 (idem); Suda, eta 429 (idem); Lexica Segueriana, eta, p. 251 (idem, except that the καταχρηστικῶς is missing); Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, p. 89 (Ὅταν τὸ ἤπειρος διὰ τῆς ΕΙ διφθόγγου γράφω, εἴπω, διότι πέρας οὐκ ἔχει, ἄπερος καὶ ἄπειρός τις οὖσα); Epimerismi homerici Il. 1.485a (ἠπείροιο: ἤπειρος λέγεται ἡ γῆ παρὰ τὸ ἄπειρός τις οὖσα καὶ ἤπειρος κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι καὶ ἐκτάσει τοῦ α); Etym. Gudianum, eta, p. 240 (Ἤλιθα, πολλὰ, παρὰ τὸ ἅλις ὅ ἐστι δαψιλῶς ἢ ἀθρόως. ἠλίθιον δὲ τὸν ἀλιταίνοντα, ὅ ἐστιν ἁμαρτάνοντα, παρὰ τὸ ἅλις, ἅλιθα καὶ ἥλιθα, ὡς ἄπειρος ἤπειρος); ibid., p. 247 (Ἤπειρος, σύνθετόν ἐστι, παρὰ τὸ α στερητικὸν καὶ τὸ πέρας ἄπερος, καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι ἄπειρος, καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ α εἰς η ἤπειρος. καὶ γράφεται ἤπειρος, ἄπερος γὰρ οἱ Αἰολεῖς λέγουσιν, οἱονεὶ ἄπερός τις οὖσα); Etym. Magnum, Kallierges, p. 417 (Ἢ παρὰ τὸ βῶ βαιόν· καὶ κατὰ σύνθεσιν τῆς στερήσεως, ἀβαιὸν, τὸ μὴ ἔχον βάσιν· καὶ ἠβαιὸν, ὡς ἄπειρος, ἤπειρος. Πρὸς οὖν διαφορὰν σημαινομένου τὸ πάθος); ibid., p. 433 (Ἤπειρος: Σημαίνει τὴν γῆν, ἄπερός τις οὖσα, ἡ μὴ ἔχουσα πέρας, ὡς πρὸς σύγκρισιν τῶν νήσων· αὗται γὰρ εὐδείελοι εἰσὶ, καθὸ μεμερισμέναι εἰσὶ τῇ θαλάσσῃ. Λέγεται ποτὲ μὲν ἡ εἰς ἄπειρον διήκουσα γῆ); Schol. Ap. Rh., Arg. 4.71 (vetera), p. 266 (περαιόθεν: γέγονε μὲν ἀπὸ τοῦ πέρας καὶ περαία καὶ τὸ περαιόθεν. ὅθεν καὶ ἤπειρος λέγεται πᾶσα ἡ γῆ καταχρηστικῶς, κυρίως δὲ ἡ εἰς ἄπειρον ἐκβάλλουσα, ὡς φανερὸν Εὐριπίδης πεποίηκεν ‘ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων χθόνα)

The etymology is implicit in Theopompus, fr. 75c (Jacoby, F 2b 115 F), apud Aelianus, Varia historia 3.18 (τὴν μὲν Εὐρώπην καὶ τὴν Ἀσίαν καὶ τὴν Λιβύην νήσους εἶναι, ἃς περιρρεῖν κύκλωι τὸν ὠκεανόν, ἤπειρον δὲ εἶναι μόνην ἐκείνην τὴν ἔξω τούτου τοῦ κόσμου. καὶ τὸ μὲν μέγεθος αὐτῆς ἄπειρον διηγεῖτο); J. Chrysostomus, Quod nemo laeditur nisi a se ipso 13 (ἐχειραγώγει κατὰ τὴν ἤπειρον ἐκείνην τὸν ἄπειρον δῆμον ἐκεῖνον)

Modern etymology

Isolated within Greek. Cognate with OEngl. ōfer, Germ. Ufer "shore", from PIE *āpero- (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

MG still has ήπειρος as a learned word (and as the name of the region of Epirus)

Entry By

Le Feuvre