ἴς2

Word

Validation

No

Last modification

Fri, 09/15/2023 - 11:20

Word-form

βία

Transliteration (Word)

bia

English translation (word)

bodily strength, force

Transliteration (Etymon)

is

English translation (etymon)

force

Author

Herodian

Century

2 AD

Reference

Peri pathôn (supplementum), Lentz III/2, p. 174

Edition

A. Lentz, Grammatici graeci III/2, Leipzig 1870

Source

Theognostus

Ref.

Canones sive De orthographia 629

Ed.

J. A. Cramer, Anecdota Graeca e codd. manuscriptis bibliothecarum Oxoniensium, vol. 2, Oxford: Oxford University Press, 1835 (repr. Amsterdam: Hakkert, 1963)

Quotation

οὕτω καὶ ἲς ὄνομα, ἡ δύναμις, καὶ ἲν, ὡς δικατάληκτον, ἴα, καὶ πλεονασμῷ τοῦ <β β>ία· οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ καθόλου (NB: Cramer has πλεονασμῷ τοῦ μ μία, corrected into <β β>ία by Lentz)

Translation (En)

So the noun is "strength", and in, since it has two endings, <with the second ending> ia, and by addition of /b/, bia "strength". This is what Herodian says in the De prosodia catholica

Comment

Derivational etymology between two synonymous words. Theognostus ascribes the etymology to Herodian's De prosodia catholica but Lentz lists it in the Peri pathôn. The crucial point is that the word ἴς is assumed to have a morphological doublet ἴα inflecting as an ā-stem: from the latter is derived βία. This etymology may have been favored by the Homeric line οὐδέ οἱ ἦν ἲς | οὐδὲ βίη (Od. 18.4-5) "he had no strength, and no force": since Greek grammarians often assumed an etymological relationship between two words found close to each other in Homer, they assumed this was a figura etymologica. Hesiod has the same combination with a different syntax ἀλλά ἑ ἲς ἐδάμασσε βίης Ἡρακληείης (Th. 332) "but the strength of mighty Hercules tamed him"

Parallels

Orion, Etymologicum, beta, p. 32 (Βία, πλεονασμῷ τοῦ β. ἲς γὰρ ἴνα καὶ βία· ἲς δὲ ἡ δύναμις); Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, p. 142 (Βιάζω ἐκ τοῦ βία· τοῦτο παρὰ τὸ ἲς, ὃ σημαίνει τὴν δύναμιν); Etym. Genuinum, beta 109 (Βία· ἡ δύναμις, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐκ δυναστείας ἀδικία, καὶ ἡ δύναμις μέν Θ 103 ‘σὴ δὲ βίη λέλυται’, ἡ δὲ ἀδικία, οἷον Π 387 ‘βίῃ εἰν ἀγορῇ σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας’. εἴρηται δὲ ἀμφότερα παρὰ τὴν ἴαν, ὅπερ σημαίνει τὴν δύναμιν, καὶ πλεονασμῷ τοῦ β βία, δοκεῖ γάρ μοι καὶ ἡ ἀδικία βία κεκλῆσθαι, τὸ γὰρ μετὰ δυνάμεως καὶ βιαστικῶς τι πράττειν βία εἴρηται· τὸ δὲ ἴα, ἡ δύναμις, γέγονεν παρὰ τὸ ἴς ἰνός, καὶ τὸ θηλυκὸν ἴα καὶ πλεονασμῷ τοῦ β βία); Etym. Parvum, beta 4 (βία·  παρὰ τὸ ἲς, ὃ σημαίνει τὴν δύναμιν, ἴνα καὶ βία); Epimerismi homerici ordine alphabetico traditi, beta 25 (βία: ἡ δύναμις, παρὰ τὸ ἴς, ὃ σημαίνει τὴν δύναμιν. […] ἔστιν ἡ εὐθεῖα ἴς, ἡ γενικὴ ἰνός, ἡ εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν ἶνες καὶ ἡ γενικὴ ἰνῶν· καὶ σημαίνει {καὶ} τὰ νεῦρα· τοῦτο παρὰ τὸ ὦ, τὸ ὑπάρχω· ἡ γὰρ δύναμις ὑπάρχει. ἐκ τοῦ ἴς τὸ θηλυκὸν ἴα καὶ πλεονασμῷ τοῦ β βία); Etym. Gudianum, beta, p. 269 (Βία· παρὰ τὸ ἴς, ὃ σημαίνει τὴν δύναμιν, ἴα καὶ βία. ἡ εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν ἶνες, ἡ γενικὴ ἰνῶν, ἤγουν τῶν νεύρων· τοῦτο παρὰ τὸ ἔω, τὸ ὑπάρχω· ἡ ὑπάρχουσα ἔν τινι); Etym. Gudianum Additamenta, beta, p. 269 (Ὠρίωνος Βία· πλεονασμὸς τοῦ β· ἴς γὰρ ἴα καὶ βία. ἴς δὲ ἡ δύναμις. παρὰ τὸ <βίᾳ ἰθύνειν, τὸ> ὁρμᾶν, Βιθυνός, Βιθυνί⟦α⟧. | Βία· ἡ δύναμις, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐκ δυναστείας ἀδικία. ἡ δύναμις· <Θ 103> ‘σὴ δὲ βίη λέλυται, χαλεπὸν δέ σε γῆρας ὀπάζει’. <δοκεῖ δέ μοι> καὶ ἡ ἀδικία βία κεκλῆσθαι. τὸ ἴα, ἡ δύναμις, εἴρηται παρὰ τὸ ἴς, ἴα καὶ βία. | Ἐπιμερισμῶν τοῦ Ψαλτηρίου Βιάζω <Ps. 37, 13>· ἐκ τοῦ βία· τοῦτο παρὰ τὸ ἴς ἰνός, ὃ σημαίνει τὴν   δύναμιν); Etym. Magnum, Kallierges, p. 197 (Βία: Σημαίνει βʹ· τὴν δύναμιν, ὡς τὸ, ‘Σὴ δὲ βίη λέλυται’. Καὶ τὴν ἐκ δυναστείας ἀδικίαν, ὡς τὸ, ‘τήν ῥα βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρων’. Καὶ, ‘Βίῃ εἰν ἀγορῇ σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας’. Τῇ ἀδικίᾳ. Καὶ τὸ ἐν τῇ συνηθείᾳ λεγόμενον, ‘Οὔτε βίας Τρώων ὑπεδείδισαν, οὔτε ἰωκάς’. Ἀμφότερα παρὰ τὴν ἴαν. Ὃ σημαίνει τὴν δύναμιν· καὶ πλεονασμῷ τοῦ β, βία. Τὸ δὲ μετὰ δυνάμεως καὶ βιαστικῶς τὶ πράττειν βία εἴρηται. Τὸ δὲ ἴα, παρὰ τὸ ἲς ἰνός· τὸ θηλυκὸν, ἴα); Etym. Symeonis, vol. 1 Lasserre-Livadaras, p. 434 (idem); Etym. Magnum, Kallierges, p. 198 (Βίαιος: Παρὰ τὸ βία· τοῦτο παρὰ τὸ ἲς, ἡ δύναμις· τοῦτο παρὰ τὸ ἔω, τὸ ὑπάρχω, ἡ ὑπάρχουσα  ἐν τινί); Etym. Symeonis, vol. 1 Lasserre-Livadaras, p. 79 (ἀντίβιος (Γ 435)· ὁ ἐναντιούμενος τῇ βίᾳ, ὅ ἐστι τῇ δυνάμει· τὸ βία παρὰ τὸ ἴς ἰνός. ἢ παρὰ τὸ ἐναντίον τῶν μαχομένων τὴν βίαν φέρειν)

Modern etymology

From a PIE root *gwei- "to conquer", cognate with Skr. jáyati "he conquers" (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

MG still has βία as a learned word

Entry By

Le Feuvre