δαίω2

Validation

No

Last modification

Wed, 08/16/2023 - 11:52

Word-form

δαιτρός

Transliteration (Word)

daitros

English translation (word)

he who carves and distributes the portions

Transliteration (Etymon)

daiō

English translation (etymon)

to divide

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *467

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, delta, p. 48

Ed.

F. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig, Weigel, 1820

Quotation

δαίω γὰρ τὸ μερίζω καὶ κόπτω, ὅθεν καὶ δαιτρὸς ὁ μάγειρος·

Translation (En)

For daiō means "to divide" and "to cut", from which comes also daitros "the sharp squire"

Comment

Correct derivational etymology. Homer has a figura etymologica in Od. 17.331-332 (ἔνθα τε δαιτρὸς ἐφίζεσκε κρέα πολλὰ || δαιόμενος μνηστῆρσι δόμον κάτα δαινυμένοισι "where the carver sat carving lots of meat for the suitors who dined throughout the house", transliterates. Huddleston)

Parallels

Apollonius Soph., Lexicon homericum, p. 56 (δαῖεν ἔκαιεν. σημαίνει καὶ τὸ ἐμέριζεν, ἀφ’ οὗ καὶ δαιτρὸς ὁ μάγειρος καὶ δαὶς ἡ εὐωχία, ἐπεὶ μεριστὰ ἦν τὸ παλαιὸν τὰ βρώματα, καὶ δασμὸς ὁ διαμερισμός); Herodian, Epimerisms, p. 19 (δαίω, τὸ μερίζω, ὅθεν καὶ δαιτρὸς, ὁ μάγειρος); Ps.-Herodian, Fragmentum grammaticum quod incipit a vocibus ζητοῦμεν καὶ τὴν τοῦ Ἄρης, p. 238 (δαίς […] ἐσχημάτισται δὲ παρὰ τὸ δαίω, ὃ σημαίνει τὸ μερίζω, ὅθεν καὶ δαιτρὸς ὁ διαμερίζων· καὶ δαίμων); Athenaeus, Deipn. 1.21 (ὥστε ἡ τροφὴ δαὶς ἐπὶ τῷ δαίεσθαι λέγεται, ὅ ἐστι διαμοιρᾶσθαι ἐπ’ ἴσης· καὶ ὁ τὰ κρέα ὀπτῶν δαιτρός, ἐπεὶ ἴσην ἑκάστῳ μοῖραν ἐδίδου); Choerobiscus, Epimerismi in Psalmos, p. 75 (δαίω τὸ μερίζω, ἐξ οὗ καὶ δαιτρὸς ὁ μάγειρος); ?Choeroboscus, Περὶ ποσότητος, p. 316 (Τὰ παρὰ τὸ δαίω, ὃ σημαίνει τὸ μερίζω, διὰ τοῦ αι γράφεται· οἷον, δαίμων· δαίδαλος· δαιτρὸς ὁ μάγειρος ὁ μερίζων τὰ ὄψα· δαιτυμὼν ὁ ἀριστητής); Epimerismi homerici Il. 1.125b (δέδασται: παρακείμενος παθητικός. γέγονε παρὰ τὸ δαίω, τὸ σημαῖνον τὸ κόπτω καὶ μερίζω, ὅθεν καὶ τὸ δαιτρός (α 141, δ 57, ρ 331), ὁ μάγειρος); Suda, delta 132 (Δαιτρός: προσδιαιρῶν ἐλάχιστα τοῖς ἑστιωμένοις. οὕτως γὰρ εἱστιῶντο μεριζόμενοι τά τε πρόβατα καὶ τὸν πότον. παρὸ καὶ λέγει· δαιτὸς ἐΐσης. ἰσομοίρου τροφῆς. ἢ Δαιτρός, ὁ διαιρῶν καὶ διανέμων τὰ κρέα); Etym. Gudianum, delta, p. 330 (Δαιτρός· ὁ μάγειρος· παρὰ τὸ δαίω, τὸ μερίζω καὶ κόπτω, ἤγουν <ὁ> διαιρῶν τὰ κρέα); Etym. Gudianum Additamenta, delta, p. 349 (δαίω, τὸ μερίζω, ἐξ οὗ καὶ δαιτρός, ὁ μάγειρος ἢ ὁ ἐν τῇ τραπέζῃ κόπτων τὰ κρέα); Eustathius, Comm. Od., vol. 1, p. 35 (ὥς τε δαὶς ἐΐση ἡ ἀνθρωπίνη τροφὴ, παρὰ τὸ δατεῖσθαι ὅ ἐστι διαμοιρᾶσθαι ἐπίσης. καὶ οὐ κρέα μόνον, ἀλλὰ καὶ οἶνον καὶ λοιπά. οὕτω δὲ καὶ δαιτρὸς, ὁ ἴσην ἑκάστῳ μοῖραν δαιόμενος); ibid., vol. 2, p. 94 (Ὅτι ἐν τῷ, κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας, τὸ μὲν νέμε τὸν ὕστερον κρεανόμον ὑποβάλλει νοεῖν, τὸ δὲ δαίετο τὸν δαιτρὸν παρετυμολογεῖ); ibid., vol. 2, p. 149 (Ὅτι δίφρος ἐνταῦθα εὐτελὴς, περὶ ὃν δηλαδὴ δαιτρὸς ἐφίζεσκε κρέα πολλὰ δαιόμενος· ὅ περ ἐτυμολογία ἐστὶ τοῦ δαιτροῦ); Etym. Magnum, Kallierges, p. 250 (δαίω, τὸ μερίζω, ἐξ οὗ καὶ δαιτρὸς, ὁ μάγειρος); ibid., p. 252 (Δαιτρός: Παρὰ τὸ δαίω, τὸ μερίζω καὶ κόπτω, γίνεται δαιτρὸς, μεριστὴς, μάγειρος, ὁ μερίζων τὰ κρέατα· ἐξ οὗ καὶ δαιτρεύω, τὸ μερίζω. Καὶ δαιτρὸς, μεριστής· καὶ δαιτροπόνος, σιτοποιός); Etym. Symeonis, delta, p. 464 (Δαιτρός· μεριστής, μάγειρος· παρὰ τὸ δαίω, τὸ μερίζω, ἐξ οὗ καὶ δαιτρεύω); Ps.-Zonaras, Lexicon, delta, p. 464 (Δαιτρός. μεριστὴς, μάγειρος. παρὰ τὸ δαίω, τὸ μερίζω, δαιτρός. ἐξ οὗ καὶ τὸ δαιτρεύω); ibid., p. 500 (δῆρις […] παρὰ τὸ δαίω, τὸ κόπτω καὶ σφάττω, ὅθεν καὶ δαιτρὸς ὁ μάγειρος)

Modern etymology

Thematicisation of the old agent noun Δαίτωρ, kept as a proper name. Derivative of δαίω "to divide"

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Le Feuvre