δαίω2

Validation

No

Last modification

Thu, 08/10/2023 - 11:10

Word-form

δαίς

Transliteration (Word)

dais

English translation (word)

meal, banquet

Transliteration (Etymon)

daiō

English translation (etymon)

to divide

Author

Apollonius Soph.

Century

1 AD

Source

idem

Ref.

Lexicon Homericum, p. 56

Ed.

I. Bekker, Apollonii Sophistae lexicon Homericum, Berlin: Reimer, 1833 (repr. Hildesheim: Olms, 1967)

Quotation

δαῖεν ἔκαιεν. σημαίνει καὶ τὸ ἐμέριζεν, ἀφ’ οὗ καὶ δαιτρὸς ὁ μάγειρος καὶ δαὶς ἡ εὐωχία, ἐπεὶ μεριστὰ ἦν τὸ παλαιὸν τὰ βρώματα, καὶ δασμὸς ὁ διαμερισμός

Translation (En)

Daien "he burned". It also means "he divided", from which are derived daitros, the cook, and dais, the banquet, because the food used to be divided, and dasmos the distribution

Comment

Derivational etymology, correct from the modern point of view. Apollonius does not make the distinction between two homonymous verbs δαίω and simply says that δαίω has two meanings, "to burn" (δαίω1) and "to divide" (δαίω2), and that from the latter is derived δαίς "banquet". The Epimerisms provide further details on the derivation, assuming that δαίς is derived from the future δαίσω by apocope of the final vowel—this is the explanation Herodian gave in order to explain the oxytone type.

Parallels

Plutarch, Quaestiones convivales 644a (ἀλλὰ καὶ τὰ δεῖπνα ‘δαῖτας’ ἐκάλουν καὶ τοὺς ἑστιωμένους ‘δαιτυμόνας’, ‘δαιτροὺς’ δὲ τοὺς τραπεζοκόμους ἀπὸ τοῦ διαιρεῖν καὶ διανέμειν [elliptic etymology: the real etymon δαίω is replaced by a synonym διαιρέω); Herodian, Epimerismi p. 19 (δαίω, τὸ καίω· δαίω, τὸ εὐωχῶ· δαίννυμι, τὸ αὐτό· δαίω, τὸ μερίζω, ὅθεν καὶ δαιτρὸς, ὁ μάγειρος· δαιτρεύω· δαιτρεία, ἡ μαγειρεία· δαίρω, τὸ τύπτω· δαὶς, ἡ εὐωχία, καὶ κλίνεται δαιτὸς, ὅθεν καὶ δαιτυμὼν, ὁ εὐωχούμενος, καὶ κλίνεται δαιτυμόνος); Ps.-Herodian, Fragmentum grammaticum quod incipit a vocibus ζητοῦμεν καὶ τὴν τοῦ Ἄρης, p. 238 (τὸ γὰρ δαῖς ὀξύτονόν ἐστι, κλίνεται δὲ διὰ τοῦ τ, δαῖς, δαιτός· ἐπεὶ παράκειται αὐτῷ τὸ δαίτη· ἐσχημάτισται δὲ παρὰ τὸ δαίω, ὃ σημαίνει τὸ μερίζω, ὅθεν καὶ δαιτρὸς ὁ διαμερίζων· καὶ δαίμων); Athenaeus, Deipn. 1.21 (ὥστε ἡ τροφὴ δαὶς ἐπὶ τῷ δαίεσθαι λέγεται, ὅ ἐστι διαμοιρᾶσθαι ἐπ’ ἴσης); Hermias, In Platonis Phaedrum scholia 2, p. 150 (διὸ καὶ δαὶς ἡ μερὶς καὶ δάσασθαι τὸ μερίσαι); Hesychius, Lexicon, delta 115 (δαιτὸς ἐΐσης· τῆς ἐξ ἴσου μεριζομένης εὐωχίας, AS ἤτοι τροφῆς); bT Schol. Il. 1.468 (δαιτὸς ἐΐσης: τῆς ὁμοίως πᾶσιν ἐπιγινομένης διὰ τὸν ἔρωτα. ἢ τῆς μεριζομένης); ibid., 4.48-49 (δαιτὸς ἐΐσης: καὶ αὐτοῖς γὰρ ἐμέριζον οἱ θύοντες); Συναγωγὴ λέξεων χρησίμων (versio antiqua), delta 15 (δαιτὸς ἐίσης· ἐξ ἴσου μεριζομένης εὐωχίας); Photius, Lexicon, delta 21 (idem); Lexica segueriana, delta p. 188 (idem); Suda, delta 128 (idem); Epimerismi homerici Il. 1.125b (δέδασται: παρακείμενος παθητικός. γέγονε παρὰ τὸ δαίω, τὸ σημαῖνον τὸ κόπτω καὶ μερίζω, ὅθεν καὶ τὸ δαιτρός (α 141, δ 57, ρ 331), ὁ μάγειρος· τούτου ὁ μέλλων δαίσω καὶ ἀποβολῇ τοῦ ω δαίς ἐν ὀξείᾳ τάσει, ἡ μεριστὴ εὐωχία); ibid., 424b (δαῖτα: ἔστιν αἰτιατικῆς πτώσεως γένους θηλυκοῦ· Ps ἡ εὐθεῖα δαίς. γέγονε δὲ παρὰ τὸ δαίω, τὸ μερίζω, ὁ μέλλων δαίσω· ἀποβολῇ τοῦ ω γίνεται δαίς, ἡ μεριστὴ εὐωχία, ἡ γενικὴ δαιτός); ibid., 575b1 (δαιτός: ἔστιν ὄνομα †εὐθείας τῶν ἑνικῶν. ἀπὸ τοῦ δαίω, τοῦ σημαίνοντος τὸ μερίζω, ὁ μέλλων δαίσω, ἀποβολῇ τοῦ ω δαίς, τουτέστιν ἡ μεριστικὴ εὐωχία καὶ ἴσως διδομένη πᾶσιν); ibid., 575b2 (δαιτός: θηλυκοῦ γένους μόνου, γενικῆς τῶν ἐνικῶν· κλίνεται δὲ ἡ δαίς τῆς δαιτός. γέγονεν δὲ ἀπὸ τοῦ δαίω ῥήματος, τοῦ σημαίνοντος τὸ κόπτω καὶ μερίζω· τουτέστιν ἡ μεριστικὴ εὐωχία, ἡ ἴσως δεδομένη πᾶσιν. ὁ μέλλων δαίσω καὶ κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω δαίς, | ὀξυτόνως); Etym. Gudianum Additamenta, delta, p. 330 (idem); Suda, delta 112 (Δαίει: καίει. καὶ Δαιομένη, μερίζουσα, διαιροῦσα. δαίω γὰρ καὶ τὸ μερίζω. ἐξ οὗ καὶ δαιτυμών καὶ Δαίς, δαιτός, ἡ εὐωχία); Etym. Gudianum Additamenta, delta, p. 349 (δαίω, τὸ μερίζω, ἐξ οὗ καὶ δαιτρός, ὁ μάγειρος ἢ ὁ ἐν τῇ τραπέζῃ κόπτων τὰ κρέα· δαίω, τὸ εὐωχοῦμαι, ἐξ οὗ καὶ δαίς δαιτός, ἡ εὐωχία, καὶ δαιτυμόνες, οἱ φίλοι [with δαίω "to feast" separated from "to cut"]); Etym. Magnum, Kallierges, p. 250 (idem, without ἢ ὁ ἐν τῇ τραπέζῃ κόπτων τὰ κρέα) Eustathius, Comm. Od., vol. 1, p. 35 (ὥς τε δαὶς ἐΐση ἡ ἀνθρωπίνη τροφὴ, παρὰ τὸ δατεῖσθαι ὅ ἐστι διαμοιρᾶσθαι ἐπίσης [elliptic etymology: the real etymon δαίω is replaced by the synonym δατέομαι]); Etym. Magnum, Kallierges, p. 251 (Δαίς: Παρὰ τὸ δαίω, τὸ μερίζω, ὁ μέλλων, δαίσω· ἀποβολῇ τοῦ ω, δαὶς, ἡ μεριστὴ εὐωχία· τὸ   γὰρ παλαιὸν διένεμον τὰς τροφάς. Ἢ παρὰ τὸ δαίω, τὸ καίω· ἐπεὶ διὰ πυρὸς γίνεται πάντοτε. Διὰ τοῦτο τὰ ἄλλα ζῷα ὠμοφάγα καὶ ὠμησταί); Etym. Symeonis, delta 10 (Δαίς· ἡ μεριστὴ εὐωχία· παρὰ τὸ δαίω, τὸ μερίζω, δαίσω, ἀποβολῇ τοῦ ω, δαίς); J. Tzetzes, Exegesis in Homeri Iliadem 1.125 (δέδασται· παρακείμενος παθητικός. Δαίω τὸ μερίζω, δαίσω καὶ δαίς); Schol. Od. γ 66a Pontani (μοίρας—δαῖτα] εἰς μερίδας μερισάμενοι εὐωχοῦντο πάνυ ἔνδοξον εὐωχίαν)

Modern etymology

Δαίς is derived from δαίομαι "to divide", belongs with δατέομαι "to divide", and further δᾶμος "land portion, region, people", PIE *deh2- "to divide" (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Le Feuvre