αὐλός
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Ἀϋτῆς (Β 97): παρὰ τὸ αὔω, τὸ φωνῶ· τοῦτο παρὰ τὸ ἄω, τὸ πνέω, πλεονασμῷ αὔω καὶ ὁ μέλλων αὔσω καὶ ὄνομα ῥηματικὸν αὐλός, ἡ ἐπιμήκης παράτασις, καὶ παρώνυμον ὄνομα ἡ αὖλαξ, ἡ ἐπιμήκης διαχάραξις τοῦ ἀρότρου.
Translation (En)
Autēs “cry” (B 97): from auō, “to cry out”; the latter from aō, “to blow”, auō by adding a letter, the future ausō, a verbal noun aulos "pipe" a long stretch, and a derivative aulax "furrow", the long cleaving made by a plough.
Other translation(s)
Autēs « cri » (B 97) : à partir de auō, « s’écrier » ; ce dernier venant de aō, « souffler », auō par ajout d’une lettre, ausō au futur, un nom déverbal aulos "flûte, tuyau", un long tronçon, et un nom dérivé aulax "sillon", le long clivage tracé par une charrue.
Parallels
Etym. Gudianum, alpha, p. 232 (⟦Αὖλαξ· παρώνυμον παρὰ τὸν αὐλόν⟧· αὐλὸς δὲ ἡ ἐπιμήκης παράτασις. καὶ ὡς βῶλος βῶλ⟦αξ⟧ καὶ ἐριβῶλαξ, λίθος λίθαξ, οὕτως αὐλός αὖλαξ· ἐπὶ τοῦ ἀρότρου, ἡ ἐπιμήκης τομή); ibid., alpha, p. 236 (Ἀϋτῆς <Β 97>· παρὰ τὸ αὔω, τὸ φωνῶ· τοῦτο παρὰ τὸ ἄω, τὸ πνέω, καὶ πλεονασμῷ αὔω, ὁ μέλλων αὔσω, ὄνομα ῥηματικὸν αὐλός, ἡ ἐπιμήκης <παράτασις, καὶ παρώνυμον ὄνομα αὖλαξ, ἡ ἐπιμήκης> διαχάραξις τοῦ ἀρότρου); Eustathius, Comm. Il., vol. 3, p. 209 (Πάνυ δὲ κατακέχρηται, εἰ καὶ τροπικῶς, ὁ αὐλὸς ἐνταῦθα, καθὰ καὶ ἐν τῷ αὖλαξ. καὶ αὐτὴ γὰρ διὰ τὸ στενοεπίμηκες ἐκ τοῦ αὐλοῦ παρωνόμασται.); ibid. vol. 3, p. 808 (Ἔναυλοι δὲ τὰ ἐν τοῖς πεδίοις κοιλώματα καὶ αἱ στεναὶ διώρυχες, ἢ οἱ περὶ τὴν τάφρον τόποι, παρὰ τὸν στενὸν καὶ ἐπιμήκη αὐλόν. ἐξ οὗ καὶ ὁ κατὰ ἀγῶνα δίαυλος καὶ ἡ αὖλαξ καὶ ἡ αὐλῶπις τρυφάλεια); ibid., vol. 4, p. 502 (ἢ καὶ ἄλλως ἔναυλος ὁ διὰ στενοῦ καὶ ἐπιμήκους τόπου ῥέων χείμαρρος, παρὰ τὸν αὐλόν, ὅς ἐστιν ἐπιμήκης παράτασις. ἀφ’ οὗ καὶ ἡ αὖλαξ); Etym. Magnum, Kallierges, p. 170 (Αὖλαξ: Σπήλαιον κοῖλον, διώρυξ, καὶ ἀρότρου τρίβος. Παρωνόμασται παρὰ τὸ αὐλός. Αὖλαξ γὰρ λέγεται ἡ ἐπίμηκος τομὴ, ἡ ἐπιμήκης διαχάραξις τοῦ ἀρότρου. Αὐλὸς δέ ἐστιν ἡ ἐπιμήκης παράτασις. Παρὰ τὸ αὔω, τὸ φωνῶ, ὁ μέλλων, αὔσω· ὄνομα ῥηματικὸν, αὐλός); Ps.-Zonaras, Lexicon, alpha, p. 345 (Αὖλαξ. παρὰ τὸ αὐλὸς γίνεται αὖλαξ. αὖλαξ γὰρ λέγεται ἡ ἐπιμήκης τομή. αὐλὸς δὲ, πᾶν τὸ εἰς ὀξὺ λῆγον); Scholia in Pindarum, P. 4, sch. 404 (ὀρθὰς δ’ αὔλακας: τὰς εὐθείας τοῦ ἀρότρου τομάς· διὸ καὶ αὔλακες εἴρηνται παρὰ τὸν αὐλόν. πᾶν δὲ ἐπίμηκες οὕτω φασίν)
Comment
Derivational etymology, formally straightforward, deriving αὖλ-αξ from αὐλ-ός by means of a suffix. The semantic explanation starts from the meaning "long and narrow object" like a pipe for αὐλός, to which a furrow is similar in shape, being long and narrow.