αὐλός

Validation

No

Last modification

Sat, 07/22/2023 - 18:12

Word-form

αὖλαξ

Transliteration (Word)

aulax

English translation (word)

furrow

Transliteration (Etymon)

aulos

English translation (etymon)

pipe

Century

9 AD

Source

Epimerismi Homerici

Ref.

alpha 21

Ed.

A.R. Dyck, Epimerismi Homerici: Pars altera. Lexicon αἱμωδεῖν [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 5.2. Berlin - New York: De Gruyter, 1995]

Quotation

Ἀϋτῆς (Β 97): παρὰ τὸ αὔω, τὸ φωνῶ· τοῦτο παρὰ τὸ ἄω, τὸ πνέω, πλεονασμῷ αὔω καὶ ὁ μέλλων αὔσω καὶ ὄνομα ῥηματικὸν αὐλός, ἡ ἐπιμήκης παράτασις, καὶ παρώνυμον ὄνομα ἡ αὖλαξ, ἡ ἐπιμήκης διαχάραξις τοῦ ἀρότρου.

Translation (En)

Autēs “cry” (B 97): from auō, “to cry out”; the latter from , “to blow”, auō by adding a letter, the future ausō, a verbal noun aulos "pipe" a long stretch, and a derivative aulax "furrow", the long cleaving made by a plough.

Other translation(s)

Autēs « cri » (B 97) : à partir de auō, « s’écrier » ; ce dernier venant de , « souffler », auō par ajout d’une lettre, ausō au futur, un nom déverbal aulos "flûte, tuyau", un long tronçon, et un nom dérivé aulax "sillon", le long clivage tracé par une charrue.

Comment

Derivational etymology, formally straightforward, deriving αὖλ-αξ from αὐλ-ός by means of a suffix. The semantic explanation starts from the meaning "long and narrow object" like a pipe for αὐλός, to which a furrow is similar in shape, being long and narrow.

Parallels

Etym. Gudianum, alpha, p. 232 (⟦Αὖλαξ· παρώνυμον παρὰ τὸν αὐλόν⟧· αὐλὸς δὲ ἡ ἐπιμήκης παράτασις. καὶ ὡς βῶλος βῶλ⟦αξ⟧ καὶ ἐριβῶλαξ, λίθος λίθαξ, οὕτως αὐλός αὖλαξ· ἐπὶ τοῦ ἀρότρου, ἡ ἐπιμήκης τομή); ibid., alpha, p. 236 (Ἀϋτῆς <Β 97>· παρὰ τὸ αὔω, τὸ φωνῶ· τοῦτο παρὰ τὸ ἄω, τὸ πνέω, καὶ πλεονασμῷ αὔω, ὁ μέλλων αὔσω, ὄνομα ῥηματικὸν αὐλός, ἡ ἐπιμήκης <παράτασις, καὶ παρώνυμον ὄνομα αὖλαξ, ἡ ἐπιμήκης> διαχάραξις τοῦ ἀρότρου); Eustathius, Comm. Il., vol. 3, p. 209 (Πάνυ δὲ κατακέχρηται, εἰ καὶ τροπικῶς, ὁ αὐλὸς ἐνταῦθα, καθὰ καὶ ἐν τῷ αὖλαξ. καὶ αὐτὴ γὰρ διὰ τὸ στενοεπίμηκες ἐκ τοῦ αὐλοῦ παρωνόμασται.); ibid. vol. 3, p. 808 (Ἔναυλοι δὲ τὰ ἐν τοῖς πεδίοις κοιλώματα καὶ αἱ στεναὶ διώρυχες, ἢ οἱ περὶ τὴν τάφρον τόποι, παρὰ τὸν στενὸν καὶ ἐπιμήκη αὐλόν. ἐξ οὗ καὶ ὁ κατὰ ἀγῶνα δίαυλος καὶ ἡ αὖλαξ καὶ ἡ αὐλῶπις τρυφάλεια); ibid., vol. 4, p. 502 (ἢ καὶ ἄλλως ἔναυλος ὁ διὰ στενοῦ καὶ ἐπιμήκους τόπου ῥέων χείμαρρος, παρὰ τὸν αὐλόν, ὅς ἐστιν ἐπιμήκης παράτασις. ἀφ’ οὗ καὶ ἡ αὖλαξ); Etym. Magnum, Kallierges, p. 170 (Αὖλαξ: Σπήλαιον κοῖλον, διώρυξ, καὶ ἀρότρου τρίβος. Παρωνόμασται παρὰ τὸ αὐλός. Αὖλαξ γὰρ λέγεται ἡ ἐπίμηκος τομὴ, ἡ ἐπιμήκης διαχάραξις τοῦ ἀρότρου. Αὐλὸς δέ ἐστιν ἡ ἐπιμήκης παράτασις. Παρὰ τὸ αὔω, τὸ φωνῶ, ὁ μέλλων, αὔσω· ὄνομα ῥηματικὸν, αὐλός); Ps.-Zonaras, Lexicon, alpha, p. 345 (Αὖλαξ. παρὰ τὸ αὐλὸς γίνεται αὖλαξ. αὖλαξ γὰρ λέγεται ἡ ἐπιμήκης τομή. αὐλὸς δὲ, πᾶν τὸ εἰς ὀξὺ λῆγον); Scholia in Pindarum, P. 4, sch. 404 (ὀρθὰς δ’ αὔλακας: τὰς εὐθείας τοῦ ἀρότρου τομάς· διὸ καὶ αὔλακες εἴρηνται παρὰ τὸν αὐλόν. πᾶν δὲ ἐπίμηκες οὕτω φασίν)

Modern etymology

PIE *h2welk- with zero grade in αὖλαξ and o grade with contraction in ὦλκα (Acc.) < *ἀϝολκ-. The verb is attested in Baltic, Slavic and Iranian, meaning "to drag" (despite Beekes' skepticism, EDG)

Persistence in Modern Greek

MG still has αυλάκι, from an old diminutive αὐλάκιον

Entry By

Eva Ferrer