ἀ + μολεῖν
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Ἀμολγῷ· ... ἢ ἐν ᾗ τις οὐ μολίσκει, ἵν’ ᾖ ἀμολγῷ κατὰ παρένθεσιν τοῦ γ· „ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ“ (Λ 173), οἷον τὸ μεσονύκτιον.
Translation (En)
Amolgōi “milking-time”: …or when people don't come, because it yields amolgōi by insertion of /g/; "en nuktos amolgōi" [“in the dead of night”], meaning at midnight.
Other translation(s)
Amolgōi « à l’heure où l’on trait » : …ou bien [à l’heure] à laquelle on ne vient vas, puisqu’on a amolgōi avec l’insertion de /g/ ; « en nuktos amolgōi » [« au plus profond de la nuit »] (Λ 173), c’est-à-dire au milieu de la nuit.
Parallels
Philoxenus, fr. 7 (καὶ τὸ „νυκτὸς ἀμολγῷ“ (Λ 173) οὐχ ὡς ἔνιοι κατ’ ἐκεῖνο τῆς ὥρας, ᾗ ἀμέλγεται τὰ θρέμματα, ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ μολῶ ἀμολὸς καὶ ἀμολγός); D Schol. Il. 11, 173 (Νυκτὸς ἀμολγῷ. Τῷ καιρῷ ἐν ᾧ συμβέβηκεν ἀμέλγεσθαι τὰ θρέμματα. Τινὲς δὲ, τὸ μεσονύκτιον, ὅταν οὐδεὶς μολίσκει, οὐδὲ πρόεισι); Hesychius, Lexicon, nu 708 (νυκτὸς ἀμολγῷ· μεσονυκτίῳ· παρ’ ἣν ὥραν οὐδεὶς μολίσκει Λ 173); Etym. Genuinum, alpha 665 (Ἀμολγῷ (Λ 173 ...)· […] ἢ παρὰ τὸ μολῷ καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ γ μολγῷ, καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀμολγῷ, ἐν ᾗ οὐδεὶς μολίσκει. οὕτως Ὠρίων); Epimerismi Homerici, alpha 339 (ἀμολγῷ: [...] Φιλόξενος δὲ (fr. 435 a) ἐν ᾗ οὐδεὶς μολίσκει· ἀμολός καὶ ἀμολγός. καὶ ἀβρότη (Ξ 78) γὰρ ἐν ᾗ βροτοὶ οὐ φοιτῶσιν); Lexicon αἱμωδεῖν, theta 25 (νυκτὸς ἀμολγῷ (Ο 324, Χ 28, 317; cf. Λ 173) οὐχ, ὡς ἔνιοι, κατ’ ἐκεῖνο τῆς ὥρας ᾗ ἀμέλγεται τὰ θρέμματα, ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ μολῶ ἀμολῶ καὶ ἀμολγῶ, ὡς ἀπὸ τοῦ θῶ οὖν γέγονε τίθημι); Suda, alpha 1620 (Ἀμολγός: τὸ μεσονύκτιον, ἤτοι καθ’ ἣν ὥραν ζῷα οὐκ ἀμέλγονται. ἢ ἀφαιρέσει τοῦ γ, καθ’ ἣν οὐδεὶς μολεῖ); Eustathius, Comm. Il., vol. 3, p. 177 (Ἀμολγὸς δὲ νυκτός, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ ἐρρέθη, καθ’ ὃν οὐδεὶς μολεῖ); Etym. Magnum, Kallierges, p. 84 (Ἀμολγῷ : […] Ἢ παρὰ τὸ μολῶ, καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ μολγῷ· καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α, ἀμολγῷ· ἐν ᾗ οὐδεὶς μολίσκει. Οὕτως Ὠρίων); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 412 (ἀμολγῷ (Λ 173 ...)· τῷ μεσονυκτίῳ, καθ’ ὃ οὐκ ἀμέλγουσιν. ἢ παρὰ τὸ μολῷ, κατὰ πλεονασμὸν—6 ἐν ᾧ οὐδεὶς μολίσκει); Ps.-Zonaras, Lexicon, alpha, p. 146 (Ἀμολγῷ. μεσονυκτίῳ ἢ σκότει, ἐν ᾧ τις παύεται τοῦ μολεῖν); Geneva Schol. Il. 11, 173 (ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ] ἀμολίτῳ καὶ ἀπροΐτῳ καιρῷ, ἐν ᾧ οὐδεὶς μολίσκει οὐδὲ πρόεισι, ὅ ἐστι τὸ μεσονύκτιον.); Schol. Od. 4, 841 (καὶ ἔστι κατὰ τὸ ἔτυμον ἤτοι ἀμολγῷ, καθ’ ἣν ὥραν συμβέβηκε μὴ ἀμόλγεσθαι τὰ ζῷα, ἢ κατὰ ἀφαίρεσιν τοῦ γ, ἀμολῷ, καθ’ ἣν ὥραν οὐδεὶς μολίσκει, ὅ ἐστι βαδίζει)
Bibliography
Tsagallis, The Oral Palimpsest: Exploring Intertextuality in the Homeric Epics, Washington, DC, 2008 (chap. 8 is devoted to νυκτὸς ἀμολγῷ with a survey of the literature)
Comment
Compositional etymology, as for many words with initial ἀ-, which is often identified as the negative prefix. The second member is etymologized as a form of βλώσκω, ἔμολον. The expected form is *ἀ-μολῳ, and the lemma is obtained by the assumption of a pathos, the insertion of /g/.