οἶμος
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Ὦμος· παρὰ τὸ ὦ τὸ ὑπαρκτικὸν ῥῆμα· ὁ ὑπομένων τὰ βάρη ἰσχυρῶς καὶ τὰ φορτία. καὶ παρὰ τὸν οἴσω μέλλοντα, ἐφ’ οὗ φέρομεν τὰ βάρη καὶ τὰ φορτία, γέγονεν οἶμος καὶ τροπῇ τῆς οι διφθόγγου εἰς ω ὦμος. ὡς ἐκ τοῦ ἐναντίου ἀγκὼν ἀγκώνη ἔδει λέγεσθαι καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς οι ἀγκοίνη. τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ θοίνη. ἀπὸ τοῦ θῶ τοῦ δηλοῦντος τὸ τρέφω, ὁ μέλλων θώσω, θώνη ἔδει· καὶ λέγεται θοίνη.
Translation (En)
Ōmos "shoulder": from the stative verb ō "to be"; that which bears the loads and burdens firmly. And from the future oisō "I will carry", regarding what we carry the loads and burdens on, is made oimos "road" and by changing the diphthong /oi/ into /ō/ ōmos. In the same way as, conversely, from ankōn "bend of the arm" we should say *ankōnē, and <we say> ankoinē "bent arm" by changing /ō/ into /oi/. It is the same with thoinē "feasting" as well. From *thō which means "to feed", future thōsō, should come *thōnē; and we say thoinē.
Other translation(s)
Ōmos « épaule » : du verbe d’état ō « être » ; ce qui supporte les charges et les fardeaux solidement. Et à partir du futur oisō « je porterai », en ce qui concerne ce sur quoi nous portons les charges et les fardeaux, est formé oimos « route » et par changement de la diphtongue /oi/ en /ō/ ōmos. Comme, à l’inverse, sur ankōn « courbure du bras » il faudrait dire *ankōnē « bras recourbé », et avec changement de /ō/ en /oi/ on a ankoinē. C’est la même chose pour thoinē « festin » également. À partir de *thō qui signifie « nourrir », thōsō au futur, il faudrait *thōnē ; et on dit thoinē.
Parallels
Epimerisimi Homerici Il. 1.45b (ὦμος: παρὰ τὸ ὦ, τὸ ὑπομένω· ὁ ὑπομένων τὰ βάρη καὶ τὰ φορτία. Ps Os; Oaa extr. ord. ἢ παρὰ τὸν οἴσω μέλλοντα, ἐφ’ οὗ φέρομεν τὰ φορτία, γέγονεν οἶμος καὶ τροπῇ τῆς οι διφθόγγου εἰς ω ὦμος. Ps Os καὶ ἐκ τοῦ ἐναντίου ἀγκών ἀγκώνη ἔδει λήγεσθαι καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς οι ἀγκοίνη· τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ θοίνη ἀπὸ τοῦ θῶ ῥήματος δηλοῦντος τὸ τρέφω, ὁ μέλλων θώσω καὶ θώνη τὸ ῥηματικὸν ὄνομα); Etym. Magnum, Kallierges, p. 822 (Ὦμος: [...] Ἢ παρὰ τὸν οἴσω μέλλοντα, (ὁ γὰρ ἐνεστὼς οὐκ εἴρηται,) γίνεται οἶμος καὶ ὦμος, ἐφ’ οὗ φέρομεν τὰ φορτία, τροπῇ τῆς ΟΙ διφθόγγου εἰς ω· ὡς ἐκ τοῦ ἐναντίου ἀγκώνη ἔδει λέγεσθαι ἀγκοίνη); Ps.-Zonaras, Lexicon, omega, p. 1886 (Ὦμος. [...] ἢ παρὰ τὸν οἴσω μέλλοντα, ἐφ’ οὗ φέρομεν τὰ φορτία, γέγονεν οἶμος, καὶ τροπῇ τῆς οι διφθόγγου εἰς ω μέγα ὦμος. ὡς ἐκ τοῦ ἐναντίου ἀγκὼν ἀγκώνη ἔδει λέγεσθαι, τροπῇ τοῦ ω εἰς οι ἀγκοίνη. τοιοῦτον καὶ τὸ θοίνη, ἀπὸ τοῦ θῶ, τὸ τρέφω ἢ τὸ θηλάζω)
Comment
Derivational etymology, relying on an alleged alternation between /oi/ and /ō/. Although ὦμος is directly derived from οἶμος from the formal point of view, from the semantic point of view "shoulder" is not derived from οἶμος "road", but both are derived from οἴσω "I will carry", as two different "carriers". Carrier1 the evolves into "road" and Carrier2 into "shoulder". It is an interesting case of dissociation between the formal aspect and the semantic one.