οἴσω

Validation

No

Last modification

Wed, 07/05/2023 - 16:37

Word-form

οἶμος

Transliteration (Word)

oimos

English translation (word)

road

Transliteration (Etymon)

oisō

English translation (etymon)

I will carry

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *215

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2]. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, omega, p. 170

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig, 1820

Quotation

Ὦμος· παρὰ τὸ ὦ τὸ ὑπαρκτικὸν ῥῆμα· ὁ ὑπομένων τὰ βάρη ἰσχυρῶς καὶ τὰ φορτία. καὶ παρὰ τὸν οἴσω μέλλοντα, ἐφ’ οὗ φέρομεν τὰ βάρη καὶ τὰ φορτία, γέγονεν οἶμος καὶ τροπῇ τῆς οι διφθόγγου εἰς ω ὦμος. ὡς ἐκ τοῦ ἐναντίου ἀγκὼν ἀγκώνη ἔδει λέγεσθαι καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς οι ἀγκοίνη. τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ θοίνη. ἀπὸ τοῦ θῶ τοῦ δηλοῦντος τὸ τρέφω, ὁ μέλλων θώσω, θώνη ἔδει· καὶ λέγεται θοίνη.

Translation (En)

Ōmos "shoulder": from the stative verb ō "to be"; that which bears the loads and burdens firmly. And from the future oisō "I will carry", regarding what we carry the loads and burdens on, is made oimos "road" and by changing the diphthong /oi/ into /ō/ ōmos. In the same way as, conversely, from ankōn "bend of the arm" we should say *ankōnē, and <we say> ankoinē "bent arm" by changing /ō/ into /oi/. It is the same with thoinē "feasting" as well. From *thō which means "to feed", future thōsō, should come *thōnē; and we say thoinē.

Other translation(s)

Ōmos « épaule » : du verbe d’état ō « être » ; ce qui supporte les charges et les fardeaux solidement. Et à partir du futur oisō « je porterai », en ce qui concerne ce sur quoi nous portons les charges et les fardeaux, est formé oimos « route » et par changement de la diphtongue /oi/ en /ō/ ōmos. Comme, à l’inverse, sur ankōn « courbure du bras » il faudrait dire *ankōnē « bras recourbé », et avec changement de /ō/ en /oi/ on a ankoinē. C’est la même chose pour thoinē « festin » également. À partir de *thō qui signifie « nourrir », thōsō au futur, il faudrait *thōnē ; et on dit thoinē.

Comment

Derivational etymology starting from the future, which is usual in Philoxenus. The future provides the diphthong /oi/. The road is what carries people. Greek uses the verb φέρειν to say that a road leads somewhere, therefore the etymology of οἶμος  from οἴσω, future of φέρω, could stem from this syntagmatic association.

Parallels

Philoxenus, fr. 559 (οἶμος· ... ὁ δὲ Φιλόξενος παρὰ τὸν οἴσω μέλλοντα); Orion, Etymologicum, omicron, p. 114 (Οἶμος. ἡ ὁδός. παρὰ τὸ οἰμῆσαι. ὁ δὲ Φιλόξενος παρὰ τὸν οἴσω μέλλοντα.); Lexicon αἱμωδεῖν , omega 3 (ὦμος (Β 259): παρὰ τὸ ὦ, ⸤τὸ ὑπάρχω· ὁ ὑπομένων τὰ βάρη ἰσχυρῶς. τὸ ω μέγα· διὰ τί; ἐκ⸥ τοῦ οἴσω μ⸤έλλοντος· ὁ γὰρ ἐνεστὼς οὐκ εἴρηται· καὶ ὥσπερ τρέπεται τὸ ω⸥ εἰς τὴν οι, οἷον ἀ⸤γκών ἀγκῶνος ἀγκώνη καὶ ἀγκοίνη, θῶ, τὸ εὐωχοῦμαι, θώσω θώνη καὶ θοίνη, οὕτως καὶ ἡ οι⸥ τρέπεται εἰς ⸤τὸ ω καὶ γίνεται ὦμος); Epimerismi Homerici Il. 1, 45b (ὦμος: ... ἢ παρὰ τὸν οἴσω μέλλοντα, ἐφ’ οὗ φέρομεν τὰ φορτία, γέγονεν οἶμος καὶ τροπῇ τῆς οι διφθόγγου εἰς ω ὦμος.); Etym. Magnum, Kallierges, p. 618 (Ὁ δὲ Φιλόξενος παρὰ τὸν οἴσω μέλλοντα οἶμος, ἡ ὁδὸς, δι’ ἧς παντοίας φέρονται φορὰς οἱ κατ’ αὐτὴν ὁδεύοντες τῇδε κἀκεῖσε); ibid., p. 822 (Ὦμος: [...] Ἢ παρὰ τὸν οἴσω μέλλοντα, (ὁ γὰρ ἐνεστὼς οὐκ εἴρηται,) γίνεται οἶμος καὶ ὦμος, ἐφ’ οὗ φέρομεν τὰ φορτία, τροπῇ τῆς ΟΙ διφθόγγου εἰς ω· ὡς ἐκ τοῦ ἐναντίου ἀγκώνη ἔδει λέγεσθαι ἀγκοίνη); Ps.-Zonaras, Lexicon, omega, p. 1886 (Ὦμος. […] ἢ παρὰ τὸν οἴσω μέλλοντα, ἐφ’ οὗ φέρομεν τὰ φορτία, γέγονεν οἶμος, καὶ τροπῇ τῆς οι διφθόγγου εἰς ω μέγα ὦμος. ὡς ἐκ τοῦ ἐναντίου ἀγκὼν ἀγκώνη ἔδει λέγεσθαι, τροπῇ τοῦ ω εἰς οι ἀγκοίνη. τοιοῦτον καὶ τὸ θοίνη, ἀπὸ τοῦ θῶ, τὸ τρέφω ἢ τὸ θηλάζω)

Modern etymology

Maybe from *h1oi-smo-, of the root meaning "to go" (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer