ψάω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Ψώρα· παρὰ τὸ ψῶ ὁμοίως, οὗ παράγωγον ψαύω. ἐπειδὴ οἱ τῷ πάθει ἐνεχόμενοι τούτῳ πολλὴν ἔχουσιν ὁρμὴν ἐπὶ τὸ ψᾶν τε καὶ κνήθειν τὰ πεπονθότα αὑτῶν μέρη.
Translation (En)
Psōra "scab : similarly, from *psō "to rub", from which is derived psauō "to touch". Because those who catch this disease suffer a lot of attacks during which the affected areas are scratched and itched.
Other translation(s)
Psōra « gale » : de même, vient de *psō « gratter », duquel est dérivé psauō « toucher ». Car ceux qui porte cette maladie ont beaucoup de crises où les parties atteintes les grattent et les démangent.
Parallels
Commentaria in Dionysii Thracis Artem grammaticam, Scholia Marciana, Gr. Gr. 1.3, p. 296 (ψῶ τὸ προσεγγίζω καὶ ψαύω, ὅθεν καὶ ψώρα ἀπὸ τοῦ ἅπτεσθαι ἐν τῷ κνήθειν τὰ πεπονθότα μέρη τοῦ σώματος); Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, vol. 3, p. 1 (ψῶ τὸ προσεγγίζω, ἐξ οὗ καὶ ψώρα, παρὰ τὸ ἅπτεσθαι ἐν τῷ κνήθειν τὰ πεπονθότα μέλη τοῦ σώματος); Etym. Gudianum, psi, p. 576 (Ψώρα, παρὰ τὸ ψῶ τὸ προσεγγίζω); ibid., psi, p. 576 (ψῶ τὸ προσεγγίζω, ἐξ οὗ καὶ ψώρα, παρὰ τὸ ἅπτεσθαι ἐν τῷ κνήθειν τὰ πεπονθότα μέρη τοῦ σώματος); Etym. Magnum, Kallierges, p. 819 (Ψωμός: [...] Καὶ ψώρα ὁμοίως, παρὰ τὸ ψῶ· οὗ παράγωγον, ψαύω· ἐπειδὴ οἱ τῷ πάθει ἐνεχόμενοι τούτῳ πολλὴν ἔχουσιν ὁρμὴν πρὸς τὸ ψᾶν τε καὶ κνήθειν τὰ πεπονθότα τοῦ σώματος μέρη. Τὸ δὲ ψῶ σημαίνει τέσσαρα· ψῶ γὰρ, τὸ ἅπτομαι, ἐξ οὗ καὶ ψώρα, παρὰ τὸ ἅπτεσθαι καὶ κνήθειν τὰ πεπονθότα μέρη τοῦ σώματος); Scholia in Aristophanem, scholia recentiora in Plutum, v. 731a (“ψῶ” τὸ προσεγγίζω, ἀφ’ οὗ “ψώρα”)
Comment
Correct derivational etymology.