χωρέω

Validation

No

Last modification

Tue, 07/04/2023 - 17:56

Word-form

χῆτος

Transliteration (Word)

khētos

English translation (word)

lack

Transliteration (Etymon)

khōreō

English translation (etymon)

to give way

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. 205

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2]. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, khi p. 165

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig, 1820

Quotation

Χῆτος· οὕτως οὐδετέρως τὸ δηλοῦν τὴν ἔνδειαν. ὁμοίως παρὰ τὸν χήσω μέλλοντα. παρὰ δὲ τὸ χῆτος ῥῆμα χητίζω καὶ χατίζω, ὡς θέρος θερίζω, ἄνθος ἀνθίζω ἐξανθίζω. Φιλόξενος.

Translation (En)

Khētos: thus in the neuter it means "the lack". Similarly, from the future *khēsō "I will make room". And from *khētos come *khētizō and khatizō "to crave", as from theros "summer" therizō "to do summer-work", from anthos "flower" anthizō exanthizō "to adorn with flowers". Philoxenus.

Other translation(s)

Khētos : ainsi au neutre signifie « le manque ». De même, vient du futur *khēsō « je ferai place ». Et de *khētos viennent les verbes *khētizō et khatizō « désirer vivement », comme de theros « été »  therizō « faire la récolte d’été », de anthos « fleur » anthizō exanthizō « fleurir » . Philoxène.

Comment

Derivational etymology starting from the future of the monosyllabic verb *χῶ "to give room". Χῆτος is only attested in lexicographers but Homer has the dative χήτεϊ "out of lack". The "lack" of something results from the understanding that giving room leads to emptiness, hence "lack".

Parallels

Lexicon αἱμωδεῖν, khi 2 (χήτει (Agath. Histt. 2,4,3): στερήσει, ἐνδείᾳ, σπάνει. παρὰ τὸ χῶ ῥῆμα, ὃ σημαίνει τὸ ἐνδεοῦμαι. χῶ οὖν, ὁ μέλλων χήσω, ὄνομα ῥηματικὸν χῆτις, ἡ ἔνδεια· καὶ χῆτος ἕτερον ὄνομα οὐδέτερον παρὰ τὸν χήσω μέλλοντα· χήτει Ἡσίοδος (Th. 605). παρὰ δὲ τὸ χῆτος ῥῆμα χητίζω καὶ χατίζω, ὡς θέρος θερίζω, ἄνθος ἀνθίζω· οὕτως Φιλόξενος (fr. 205b)); Etym. Gudianum, khi, p. 565 (Χήτει, δοτικὴ, στερήσει, ἐνδείᾳ, καὶ σπάνει, παρὰ τὸ χῶ ῥῆμα, ὃ σημαίνει τὸ ἐνδεοῦμαι· χῶ οὖν ὁ μέλλων χήσω, ὄνομα ῥηματικὸν χῆτις ἡ ἔνδεια, καὶ χῆτος ὄνομα οὐδέτερον, καὶ χητόπη ῥηματικὸν, δηλοῦν τὴν ἔνδειαν./Χῆτις, ἡ ἔνδεια, καὶ χῆτος ἕτερον ὄνομα, παρὰ τὸν χήσω μέλλοντα· χήτεα, Ἡσίοδος· παρὰ δὲ τὸ χῆτος ῥῆμα χητίζω καὶ χατίζων, ὡς θέρος θερίζω, ἄνθος ἀνθίζω· οὕτω Φιλόξενος); Etym. Magnum, Kallierges, p. 512 (Κητώεις: Παρὰ τὸ κῆτος· τοῦτο παρὰ τὸ κῶ, τὸ κεῖμαι· ἢ παρὰ τὸ χῶ χήσω, τὸ χωρῶ, χῆτος καὶ κῆτος); ibid., p. 811 (Χήτει: Στερήσει, ἐνδείᾳ, σπάνει. Παρὰ τὸ χῶ ῥῆμα, ὃ σημαίνει τὸ ἐνδεοῦμαι, ὁ μέλλων, χήσω· ῥηματικὸν ὄνομα, χῆτις, ἡ ἔνδεια· καὶ χῆτος, οὐδέτερον ὄνομα. Ἐκ τούτου καὶ ῥῆμα χητίζω καὶ χατίζω)

Modern etymology

Belongs with χατέω "to lack", χήρα "widow", χώρα "empty space", from PIE *gheh1-- "to leave behind" (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer