τείρω

Validation

No

Last modification

Thu, 04/13/2023 - 10:02

Word-form

τρώγω

Transliteration (Word)

trōgō

English translation (word)

to gnaw

Transliteration (Etymon)

teirō

English translation (etymon)

to distress

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, tau, p. 152

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

Tρώγω· παρὰ τὸ τρῶ τὸ σημαῖνον τὸ βλάπτω παράγωγον τρώγω. σημαίνει τὸ κατεργάζεσθαι καὶ μὴ ἐᾶν, ἅτινα ἂν τρώγῃ τις, ὑγιᾶ. οὕτω Φιλόξενος.

Translation (En)

Trōgō "to gnaw": from *trō which means "to hurt" is derived trōgō. It means "to attack" and not leave in good shape all the things that one gnaws at (trōgēi). That is what Philoxenus says.

Other translation(s)

Trōgō « ronger » : à partir de *trō qui signifie « endommager » est dérivé trōgō. Cela signifie « s’attaquer à » et ne pas laisser en bon état tout ce qu’on ronge (trōgēi). Voilà ce qu’écrit Philoxène.

Comment

Derivational etymology requiring, if one starts from the ghost monosyllabic form *τρῶ abstracted from τείρω, nothing but a regular process. The lemma "to gnaw" can be understood as a hyponym of the etymon "to damage", as gnawing indeed damages the chewed object: the word is etymologized with reference to a more general notion.

Parallels

Philoxenus, fr. 190 (τρῶκται· οὕτω τοὺς Φοίνικάς φησιν Ὅμηρος (ξ 288)· „δὴ τότε Φοῖνιξ <ἦλθεν> ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδώς, τρώκτης“. ἐκ τοῦ τρῶ σημαίνοντος τὸ βλάπτω παράγωγον τρώγω, οὗ μέλλων τρώξω, ῥηματικὸν ὄνομα τρώκτης. ὁ ἐπὶ βλάβῃ τισὶν ἐγκαταμίσγων. οὕτω Φιλόξενος); Scholia uetera in Theocritum, 1, 49b (τρώξιμον: παρὰ τὸ τρῶ τὸ σημαῖνον τὸ βλάπτω παραγωγὸν τρώγω. σημαίνει δὲ τὸ κατεργάζεσθαι καὶ μὴ ἐᾶν ἅτινα τρώγει τις ὑγιᾶ. ἀφ’ οὗ καὶ τρῶγες, τὰ ἐν τοῖς ὀσπρίοις θηρία, καὶ τρῶκται· παρὰ τὸ τρώγω τρώξω γίνεται τρώξιμος καὶ τρώκτης); Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, vol. 3, p. 160 (τρῶ τὸ ἐργάζομαι, ἐξ οὗ καὶ τὸ τρώγω); Lexicon αἱμωδεῖν, tau 8 (τρακταΐσαι : κακουργῆσαι· ἴσως παρὰ τὸ τρώκτης· τοῦτο παρὰ τὸ τρῶ, ὃ σημαίνει τὸ βλάπτω, οὗ παράγωγον τρώγω, ὁ μέλλων τρώξω καὶ ἐξ αὐτοῦ ὄνομα ῥηματικὸν τρώκτης, ὁ ἐπὶ βλάβῃ τινὰς ἐγκαταμίσγων); Etym. Gudianum, tau, p. 533 (Τρακταΐσαι, κακουργῆσαι, ἴσως παρὰ τὸ τρώκτης, τοῦτο παρὰ τὸ τρῶ, σημαίνει δὲ τὸ βλάπτω, οὗ παράγωγον τρώγω, ὁ μέλλων τρώξω, ὄνομα ῥηματικὸν τρώκτης· ἐπὶ βλάβῃ τινὰς ἐγκατασμίγων); Eustathius, Comm. Il. vol. 4, p. 44 ([Ἐκ τοῦ τρῶ δὲ ὠνοματωπεποιημένου, ἐξ οὗ καὶ τὸ τρώγω καὶ τὸ τρύω καὶ τὸ τρυπῶ, παραγώγως γέγονε καὶ τὸ τρύχω, ἀναλόγως τῷ ψῶ ψήχω.]); Eustathius,, Comm. Od. vol. 2, p. 103 (καὶ ὅτι τοῦ τραγεῖν μὲν πρωτότυπον θέμα τρῶ, ὅθεν τὸ τρώγω, ὡς καὶ τοῦ ἀνώγω τὸ ἄνω ἤγουν τελειῶ, ἐξ οὗ τὸ ἀνύω); Etym. Magnum, Kallierges, p. 770 (Τρώγω: Παράγωγόν ἐστιν ἀπὸ τοῦ τρῶ, τὸ βλάπτω· σημαίνει τὸ κατεργάζεσθαι τὰ βαλλόμενα, καὶ μὴ ἐᾶν, ἅτινα ἂν τρώγῃ τὶς, ὑγιᾶ); ibid., p. 770 (Τρώκτης: Ἀποστερητὴς, ἀπατεὼν, ἐκ παντὸς κερδαίνων. Ἀπὸ τοῦ τρῶ, τὸ βλάπτω, τρώγω· ὁ μέλλων, τρώξω· ῥηματικὸν, τρώκτης, ὁ ἐπὶ βλάβῃ τινὸς ἅμα ἐγκαταμίσγων· σφόδρα γὰρ ἅμα σεσηρὼς καὶ γελῶν); Ps.-Zonaras, Lexicon, tau, p. 1753 (Τρώγω. παρὰ τὸ τρῶ, τὸ βλάπτω, παράγωγον τρώγω. σημαίνει δὲ τὸ κατεργάζεσθαι, καὶ μὴ ἐᾷν ἅτινα ἄν τις τρώγῃ ὑγιᾶ)

Modern etymology

Probably cognate with a Tocharian verb meaning "to chew", despite Beekes' doubts

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer