τρύω

Validation

No

Last modification

Thu, 04/13/2023 - 09:49

Word-form

τρύχειν, τρύχω

Transliteration (Word)

trukhō

English translation (word)

to wear out

Transliteration (Etymon)

truō

English translation (etymon)

to wear out

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *188

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, tau, p. 152

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

Tρύχειν· τρῶ ἐστι ῥῆμα δηλοῦν τὸ βλάπτειν καὶ κακοῦν, οὗ παράγωγον τρώω· Ὅμηρος (φ 293) „οἶνός σε τρώει μελιηδής“. τοῦ τρῶ ἄλλο παράγωγον τρύω καὶ προσθέσει τοῦ χ τρύχω.

Translation (En)

Trukhein "to wear out": *trō is a verb meaning "to hurt" and "to maltreat", from which is derived *trōō; Homer (Od.221.93) oinos se trōei meliēdēs "honey-sweet wine wounds you". From *trō is made another derivative truō "to wear out" and by adding [kh] trukhō.

Other translation(s)

Trukhein « user par le frottement » : *trō est un verbe qui signifie « blesser » et « maltraiter », duquel est dérivé *trōō ; Homère (Od. 21.293) : oinos se trōei meliēdēs « un vin doux comme le miel te nuit ». Truō "user" est un autre dérivé de *trō, puis trukhō avec ajout de [kh].

Comment

Correct derivational etymology, between two synonymous verbs, implying one formal change, the addition of χ.

Parallels

Herodian, Περὶ παθῶν, Gr. Gr. 3.2, p. 294 (τρύχεται: ἔστι ῥῆμα τρῶ, οὗ παραγωγὸν τρώω καὶ τρύω προσθέσει τοῦ χ τρύχω.); Etym. Gudianum, tau, p. 527 (Τετρυχωμένος, δεδαπανημένος ἐν κακοῖς· μετοχὴ ἐκ τοῦ τρύχω, τρυχῶ περισπωμένως, συζυγίας τρίτης τῶν περισπωμένων· τὸ τρύχω, ἐκ τοῦ τρῶ, τὸ καταπονῶ, τρύω, καὶ κατὰ παραγωγὴν, καὶ πλεονασμῷ τοῦ χ τρύχω); Eustathius, Comm. Il. vol. 4, p. 643 (δοκεῖ δὲ τοῦ σμύχειν προϋπάρχειν τὸ σμῶ, οὐκ ἐξ οὗ κινεῖται τὸ σμήχω, ὅ ἐστι καθαίρω, ἀλλ’ ὅθεν τὸ σμῶξαι, ἤγουν πλῆξαι, καὶ ἡ ἐξ αὐτοῦ, ὥς που προηρμήνευται, σμῶδιγξ, ἵνα ᾖ, ὥσπερ ψῶ ψύχω, τρῶ τρύχω, οὕτω καὶ σμῶ σμύχω τὸ οἱονεὶ πλήττω); Eustathius, Comm. Od. vol. 1, p. 210 (καθὰ καὶ τὸ τρῶ. οὗ παράγωγον ὥσπερ τὸ τρύχω, οὕτω καὶ τὸ τρύω ἐξ οὗ καὶ τρύμη ἡ παρὰ τῷ κωμικῷ); Etym. Magnum, Kallierges, p. 754 (Τετρυχωμένος: Ἐκ τοῦ τρυχῶ συζυγίας γʹ τῶν περισπωμένων· τοῦτο ἐκ τοῦ τρύχω βαρυτόνου· τοῦτο ἐκ τοῦ τρῶ, τὸ καταπονῶ· τρῶ, τρύω κατὰ παραγωγήν· καὶ πλεονασμῷ τοῦ χ); ibid., p. 771 (Τρύχεται: Κακοπαθεῖται, καταπονεῖται, ταλαιπωρεῖται, ἐκνενεύρισται. Ἔστι ῥῆμα τρῶ, δηλοῦν τὸ βλάπτειν καὶ κακοῦν· οὗ παράγωγον, τρώω καὶ τρύω· καὶ προσθέσει τοῦ χ, τρύχω); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 288 (ἄτρυτος· οὐκ ἀπὸ—4 καὶ ἄτρυτος. <ἢ παρὰ τὸ τρῶ, ὃ σημαίνει τὸ βλάπτω, τρύω κατὰ παραγωγήν, ἀφ’ οὗ τὸ τρύχω πλεονασμῷ τοῦ χ, τρύσω τέτρυμαι τρυτός καὶ ἄτρυτος, τὸ ἀβλαβής> M' Z332. Et. gen. 1363); Ps.-Zonaras, Lexicon, tau, p. 1752 (Τρύχεται. δαμάζεται. ἔστι ῥῆμα τρῶ καὶ δηλοῖ τὸ βλάπτω καὶ κακῶ. οὗ παράγωγον τρόω. οἶνός σε τρώει μελιειδής. τοῦ τρῶ ἄλλο παράγωγον τρύω καὶ πλεονασμῷ τοῦ χ τρύχω)

Modern etymology

Inner-Greek derivation from τρύω, which belongs with τείρω "to pierce, to wear out" (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer