τρύω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Tρύχειν· τρῶ ἐστι ῥῆμα δηλοῦν τὸ βλάπτειν καὶ κακοῦν, οὗ παράγωγον τρώω· Ὅμηρος (φ 293) „οἶνός σε τρώει μελιηδής“. τοῦ τρῶ ἄλλο παράγωγον τρύω καὶ προσθέσει τοῦ χ τρύχω.
Translation (En)
Trukhein "to wear out": *trō is a verb meaning "to hurt" and "to maltreat", from which is derived *trōō; Homer (Od.221.93) oinos se trōei meliēdēs "honey-sweet wine wounds you". From *trō is made another derivative truō "to wear out" and by adding [kh] trukhō.
Other translation(s)
Trukhein « user par le frottement » : *trō est un verbe qui signifie « blesser » et « maltraiter », duquel est dérivé *trōō ; Homère (Od. 21.293) : oinos se trōei meliēdēs « un vin doux comme le miel te nuit ». Truō "user" est un autre dérivé de *trō, puis trukhō avec ajout de [kh].
Parallels
Herodian, Περὶ παθῶν, Gr. Gr. 3.2, p. 294 (τρύχεται: ἔστι ῥῆμα τρῶ, οὗ παραγωγὸν τρώω καὶ τρύω προσθέσει τοῦ χ τρύχω.); Etym. Gudianum, tau, p. 527 (Τετρυχωμένος, δεδαπανημένος ἐν κακοῖς· μετοχὴ ἐκ τοῦ τρύχω, τρυχῶ περισπωμένως, συζυγίας τρίτης τῶν περισπωμένων· τὸ τρύχω, ἐκ τοῦ τρῶ, τὸ καταπονῶ, τρύω, καὶ κατὰ παραγωγὴν, καὶ πλεονασμῷ τοῦ χ τρύχω); Eustathius, Comm. Il. vol. 4, p. 643 (δοκεῖ δὲ τοῦ σμύχειν προϋπάρχειν τὸ σμῶ, οὐκ ἐξ οὗ κινεῖται τὸ σμήχω, ὅ ἐστι καθαίρω, ἀλλ’ ὅθεν τὸ σμῶξαι, ἤγουν πλῆξαι, καὶ ἡ ἐξ αὐτοῦ, ὥς που προηρμήνευται, σμῶδιγξ, ἵνα ᾖ, ὥσπερ ψῶ ψύχω, τρῶ τρύχω, οὕτω καὶ σμῶ σμύχω τὸ οἱονεὶ πλήττω); Eustathius, Comm. Od. vol. 1, p. 210 (καθὰ καὶ τὸ τρῶ. οὗ παράγωγον ὥσπερ τὸ τρύχω, οὕτω καὶ τὸ τρύω ἐξ οὗ καὶ τρύμη ἡ παρὰ τῷ κωμικῷ); Etym. Magnum, Kallierges, p. 754 (Τετρυχωμένος: Ἐκ τοῦ τρυχῶ συζυγίας γʹ τῶν περισπωμένων· τοῦτο ἐκ τοῦ τρύχω βαρυτόνου· τοῦτο ἐκ τοῦ τρῶ, τὸ καταπονῶ· τρῶ, τρύω κατὰ παραγωγήν· καὶ πλεονασμῷ τοῦ χ); ibid., p. 771 (Τρύχεται: Κακοπαθεῖται, καταπονεῖται, ταλαιπωρεῖται, ἐκνενεύρισται. Ἔστι ῥῆμα τρῶ, δηλοῦν τὸ βλάπτειν καὶ κακοῦν· οὗ παράγωγον, τρώω καὶ τρύω· καὶ προσθέσει τοῦ χ, τρύχω); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 288 (ἄτρυτος· οὐκ ἀπὸ—4 καὶ ἄτρυτος. <ἢ παρὰ τὸ τρῶ, ὃ σημαίνει τὸ βλάπτω, τρύω κατὰ παραγωγήν, ἀφ’ οὗ τὸ τρύχω πλεονασμῷ τοῦ χ, τρύσω τέτρυμαι τρυτός καὶ ἄτρυτος, τὸ ἀβλαβής> M' Z332. Et. gen. 1363); Ps.-Zonaras, Lexicon, tau, p. 1752 (Τρύχεται. δαμάζεται. ἔστι ῥῆμα τρῶ καὶ δηλοῖ τὸ βλάπτω καὶ κακῶ. οὗ παράγωγον τρόω. οἶνός σε τρώει μελιειδής. τοῦ τρῶ ἄλλο παράγωγον τρύω καὶ πλεονασμῷ τοῦ χ τρύχω)
Comment
Correct derivational etymology, between two synonymous verbs, implying one formal change, the addition of χ.