τείρω

Validation

No

Last modification

Wed, 04/12/2023 - 22:56

Word-form

τέρετρον

Transliteration (Word)

teretron

English translation (word)

borer

Transliteration (Etymon)

teirō

English translation (etymon)

to pierce, to wear out

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *184

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, tau, p. 152

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

Tέρετρον· τρῶ τρᾷς ἐστι ῥῆμα, ὅπερ ἐστὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ τείρω. παρὰ δὲ τὸ τείρω τέρετρον, ὡς παρὰ τὸ φέρω φέρτρον, λέγω, ἐπὶ τοῦ κοιμῶμαι, λέκτρον.

Translation (En)

Teretron "borer": *trō *trais is a verb coming from teirō "to pierce" by syncopation. From teirō teretron, as from pherō *phertron "bier" and from *legō, "to lie down", lektron "bed".

Other translation(s)

Teretron « tarière » : *trō *trais est un verbe qui correspond à une forme syncopée de teirō « user ». Teretron vient de teirō, comme *phertron « brancard » vient de pherō « porter », et lektron « lit » de *legō, « se coucher ».

Comment

Correct derivational etymology

Parallels

Eustathius, Comm. Od. vol. 1, p. 210 (Τὸ δὲ τέρετρον ὃ δέλετρον καὶ τέλετρον ἀσιανή τις γλῶσσα φησὶ παραφθείρουσα, ὠνοματοπεποίηται παρὰ τὸν ἦχον τὸν ἐν τῷ τρυπᾶν ἀποτελούμενον. γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ τερῶ τερέσω τὸ τρυπῶ. ὃ καὶ αὐτὸ, μίμησιν ἔχει ἤχου); Etym. Magnum, Kallierges, p. 752 (Τέρετρον: Τρυπάνιον. Ἔστι ῥῆμα τρῶ τρᾷς· ὅπέρ ἐστι κατὰ συγκοπὴν τοῦ τείρω· παρὰ δὲ τὸ τείρω, τέρτρον, ὡς φέρω φέρτρον. Δηλοῖ δὲ τὸ τρῶ, τὸ κόπτω. Ἔνθεν τὸ τρῶσαι, καὶ ἐκτρῶσαι, ὅ ἐστι διακόψαι τὸν τοκετόν); Ps.-Zonaras, Lexicon, tau, p. 1722 (Τέρετρον. τὸ τρύπανον. [ἔστι ῥῆμα τρῶ, τρᾷς, ὅπερ ἀπὸ τοῦ τείρω κατὰ συγκοπήν. παρὰ τὸ τείρω τέρτερον, ὡς φέρω φέρτερον, καὶ παρὰ τὸ λέγω, τὸ κοιμῶμαι, λέκτρον. δηλοῖ δὲ τὸ τρῶ τὸ κόπτω, ἔνθεν τὸ τρῶσαι, ὃ δηλοῖ τὸ διακόψαι τὸν τοκετόν])

Modern etymology

Derivative of τείρω "to pierce, to wear out", belonging with τρίβω "to wear out", τρύω "to pierce", τετραίνω "to pierce". PIE *terh1- (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer