τείρω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Tέρετρον· τρῶ τρᾷς ἐστι ῥῆμα, ὅπερ ἐστὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ τείρω. παρὰ δὲ τὸ τείρω τέρετρον, ὡς παρὰ τὸ φέρω φέρτρον, λέγω, ἐπὶ τοῦ κοιμῶμαι, λέκτρον.
Translation (En)
Teretron "borer": *trō *trais is a verb coming from teirō "to pierce" by syncopation. From teirō teretron, as from pherō *phertron "bier" and from *legō, "to lie down", lektron "bed".
Other translation(s)
Teretron « tarière » : *trō *trais est un verbe qui correspond à une forme syncopée de teirō « user ». Teretron vient de teirō, comme *phertron « brancard » vient de pherō « porter », et lektron « lit » de *legō, « se coucher ».
Parallels
Eustathius, Comm. Od. vol. 1, p. 210 (Τὸ δὲ τέρετρον ὃ δέλετρον καὶ τέλετρον ἀσιανή τις γλῶσσα φησὶ παραφθείρουσα, ὠνοματοπεποίηται παρὰ τὸν ἦχον τὸν ἐν τῷ τρυπᾶν ἀποτελούμενον. γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ τερῶ τερέσω τὸ τρυπῶ. ὃ καὶ αὐτὸ, μίμησιν ἔχει ἤχου); Etym. Magnum, Kallierges, p. 752 (Τέρετρον: Τρυπάνιον. Ἔστι ῥῆμα τρῶ τρᾷς· ὅπέρ ἐστι κατὰ συγκοπὴν τοῦ τείρω· παρὰ δὲ τὸ τείρω, τέρτρον, ὡς φέρω φέρτρον. Δηλοῖ δὲ τὸ τρῶ, τὸ κόπτω. Ἔνθεν τὸ τρῶσαι, καὶ ἐκτρῶσαι, ὅ ἐστι διακόψαι τὸν τοκετόν); Ps.-Zonaras, Lexicon, tau, p. 1722 (Τέρετρον. τὸ τρύπανον. [ἔστι ῥῆμα τρῶ, τρᾷς, ὅπερ ἀπὸ τοῦ τείρω κατὰ συγκοπήν. παρὰ τὸ τείρω τέρτερον, ὡς φέρω φέρτερον, καὶ παρὰ τὸ λέγω, τὸ κοιμῶμαι, λέκτρον. δηλοῖ δὲ τὸ τρῶ τὸ κόπτω, ἔνθεν τὸ τρῶσαι, ὃ δηλοῖ τὸ διακόψαι τὸν τοκετόν])
Comment
Correct derivational etymology