πέτομαι

Validation

No

Last modification

Sat, 04/08/2023 - 19:04

Word-form

πταίω

Transliteration (Word)

ptaiō

English translation (word)

to tumble

Transliteration (Etymon)

petomai

English translation (etymon)

to fly

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *165

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, pi, p. 131

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

Πταίω· πέτω καὶ συγκοπῇ πτῶ καὶ διπλασιασμῷ πίπτω· τὰ γὰρ πετόμενα τοῖς πίπτουσιν ἔοικε. πτῶ οὖν καὶ πταίω.

Translation (En)

Ptaiō "to tumble": *petō "to fly", by syncopation *ptō and by reduplication piptō "to fall"; because things that fly (ta petomena) look like things that fall (tois piptousin). Thus *ptō then ptaiō.

Other translation(s)

Ptaiō « (se) heurter » : *petō « voler », *ptō par syncope et piptō « tomber » par redoublement ; car ce qui vole (ta petomena) ressemble à ce qui tombe (tois piptousin). [On a] donc *ptō puis ptaiō.

Comment

Derivational etymology. The explanation justifies the link between "to fly" and "to fall", and we must assume that "to tumble" is included because tumbling is a cause of falling. The relationship between the lemma ("to tumble") and the etymon ("to fall") is one between cause and consequence.

Parallels

bT Schol. Il. 4.200a1 (παπταίνων: πέτω πτῶ πταίω παπταίνω. πανταχόσε ῥίπτων τοὺς ὀφθαλμούς); Lexicon αἱμωδεῖν, epsilon 96 (<ἔ>κπεσον (Λ 179): πέτω τρίτης συζυγίας τῶν βαρυτόνων, παράγωγον πεταίω, ὡς λιλῶ λιλαίω, ἐν συγκοπῇ πταίω); ibid., epsilon 201 (ἔπεσε (Δ 134, ω 540): τὸ θέμα πέτω, οὗ παράγωγον πεταίω καὶ κατὰ συγκοπὴν πταίω, ἐξ οὗ τὸ ἔπεσον· ἢ παρὰ τὸ πετῶ, ἔνθεν τὸ πέσημα); ibid., epsilon 210 (ἔκπεσον (Λ 179): ἔστι πέτω ῥῆμα συζυγίας τρίτης τῶν βαρυτόνων, ἀφ’ οὗ παράγωγον πεταίω, ἔνθεν τὸ ῥηματικὸν μετὰ προσθήκης τῆς προθέσεως προπετής, ὁ προπίπτων τῇ διανοίᾳ· τὸ πεταίω κατὰ συγκοπὴν γέγονε πταίω); Etym. Gudianum, pi, p. 485 (Πταίω, ἐκ τοῦ πτῶ τὸ πίπτω, κατὰ παραγωγὴν πταίω, ὥσπερ ἐκ τοῦ περῶ, τὸ τελειῶ, περαίω, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν περαίνω, ἐξ οὗ καὶ τὸ νέον περαίνει, καὶ ἀπὸ τοῦ βῶ βαίω, καὶ γῶ γαίω, τὸ γαυριῶ, κύδεϊ γαίων); Eustathius, Comm. Od. vol. 1, p. 72 (καθὰ καὶ πέτω τὸ πίπτω, καὶ ἐν συγκοπῇ καὶ παραγωγῇ πτῶ πταίω τὸ προσκόπτω); Etym. Magnum, Kallierges, p. 694 (Πταίω: Παρὰ τὸ πέτω, συγκοπῇ, πτῶ· καὶ κατὰ παραγωγὴν, πταίω· ἀπὸ τοῦ πίπτειν πολλάκις τοὺς προσπταίοντας. Ἐκ δὲ τοῦ πτῶ γίνεται πτὴν καὶ πτανές); Ps.-Zonaras, Lexicon, pi, p. 1592 (Πταίει. σφάλλεται. καὶ πταίω ἀπὸ τοῦ πέτω, συγκοπῇ πτῶ, καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν πίπτω· τὰ γὰρ πετόμενα τοῖς πίπτουσιν ἔοικεν. ἔστιν οὖν πτῶ, καὶ κατὰ παραγωγὴν πταίω, ἀπὸ τοῦ πίπτειν πολλάκις τοὺς προσπταίοντας)

Modern etymology

Unclear (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer