πολύς + *πάομαι

Validation

No

Last modification

Fri, 04/07/2023 - 21:29

Word-form

πολυπάμων

Transliteration (Word)

polupamōn

English translation (word)

exceeding wealthy

Transliteration (Etymon)

polus + *paomai

English translation (etymon)

much + to acquire

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. 161

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

[Etymologicum Genuinum AB]

Ref.

fr. 161

Ed.

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Quotation

Πολυπάμων· πῶ, τὸ κτῶμαι, καὶ πάσασθαι, τὸ κτήσασθαι κυρίως θρέμματα, καταχρηστικῶς δὲ πᾶν ὁτιοῦν, καὶ πολυπάμων, ἀντὶ τοῦ πολυθρεμμάτου. καὶ πασάμενος πολλάκις Ξενοφῶν λέγει ἀντὶ τοῦ κτησάμενος· καὶ Θεόκριτός φησι (15, 90) „πασάμενος ποτίτασσε. Συρακοσίαις ἐπιτάσσεις“, ἀντὶ τοῦ κτησάμενος· πῶ γὰρ τὸ κτῶμαι, ὅθεν πάσω μέλλων, ῥηματικὸν ὄνομα πάμων καὶ πολυπάμων.

Translation (En)

Polupamōn "very wealthy": *, "to acquire", and pasasthai, in the literal sense "to acquire cattle (thremmata)", by extension "to acquire" anything, and polupamōn, instead of poluthremmatos "rich in cattle". Xenophon often says pasamenos as well instead of ktēsamenos; and Theocritus says (15, 90) pasamenos potitasse. Surakosiais epitasseis ("Order when you’re an owner. You’re giving orders to Syracusan women"), instead of ktēsamenos. Indeed * is "to acquire", hence the future pasō, a verbal noun *pamōn and polupamōn.

Other translation(s)

Polupamōn « très riche »: *, « acquérir », et pasasthai, au sens propre « acquérir du bétail (thremmata) », par extension « acquérir » quoi que ce soit, et polupamōn, au lieu de poluthremmatos « riche en bétail ». Xénophon dit aussi souvent pasamenos au lieu de ktēsamenos ; et Théocrite dit (15, 90) pasamenos potitasse. Surakosiais epitasseis (« Ordonne lorsque tu seras propriétaire. Tu es en train de donner des ordres à des Syracusaines »), au lieu de ktēsamenos ; en effet, * signifie « acquérir » et donne pasō au futur, une forme nominale déverbale *pamōn et polupamōn.

Comment

The word is correctly parsed as a compound. The etymology of the second member is almost correct: Philoxenus sees in it the derivative πᾱ́μων of πάσασθαι "to be possessed with", whereas it is the o-grade in composition of the neuter πᾶμα "possessions" (would be *πῆμα in Ionic, homonymous with πῆμα "calamity").

Parallels

Philoxenus, fr. 679** (πηός· ... ἔστι γὰρ πῶ καὶ σημαίνει τὸ κτῶμαι, οὗ ὁ μέλλων πάσω, ἐξ οὗ πάμων καὶ πολυπάμων· γίνεται οὖν παὸς καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς η πηός); Lexicon αἱμωδεῖν, pi 72 (⸤πηός (Γ 163): τὸ μη η, ἢ ὅτι⸥ κατὰ διάλεκτον εὑρέθη παός, ἢ καὶ ἐκ τῆς ⸤παραγωγῆς αὐτοῦ· ἔστι γὰρ πῶ⸥, καὶ σημαίνει τὸ κτῶμαι, οὗ ὁ μέλλων πάσω, ἐξ οὗ ⸤πάμων καὶ πολυπάμων (cf. Δ 433)· γίνεται οὖν παός⸥ καὶ τροπῇ πηός); Suda, pi 993 (Πέπατο: ἐκέκτητο. πῶ γὰρ τὸ κτῶμαι. καὶ πολυπάμων, ὁ πολλὰ κεκτημένος); Etym. Gudianum, pi, p. 466 (Πηὸς, ὁ συγγενὴς· τὸ πη ἦτα, ἢ ὅτι κατὰ διάλεκτον εὑρέθη παὸς, ἢ ἐκ τῆς παραγωγῆς αὐτοῦ· ἔστι γὰρ πῶ ῥῆμα σημαῖνον τὸ κτῶμαι, οὗ ὁ μέλλων πάσω, ἐξ οὗ καὶ πάμων καὶ πολυπάμων γίνεται οὖν παὸς καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς η πηός); ibid., p. 490 (Πῶ, τὸ πίνω· ὁ δὲ φιλόξενος πῶ, φησὶν, ἔστι τὸ κτῶμαι, καὶ πάσασθαι τὸ κτήσασθαι κυρίως θρέμματα, καταχρηστικῶς δὲ πᾶν ὁτιοῦν, Τρῶες δ’ ὥστ’ ὀΐες πολυπάμμονος ἀνδρὸς, ἀντὶ τοῦ πολλὰ θρέμματα ἔχοντος· καὶ πασάμενος ἀντὶ τοῦ κτησάμενος. Θεόκριτος πασάμενος ποτιτάσε, Συρακοσίοις ἐπιτάσσεις, ἀντὶ τοῦ κτησάμενος· πάω γὰρ τὸ κτῶμαι, καὶ πάσω· ὄνομα ῥηματικὸν πάμμων καὶ πολυπάμμων); Eustathius, Comm. Il. vol. 1, p. 206 (Ἔστι δὲ πάσασθαι τὸ γεύσασθαι, ἀφ’ οὗ καὶ «ἄπαστος ἐδητύος» ὁ ἄγευστος, [ὧν προϋπάρχει τὸ πῶ, τὸ κτῶμαι. ὅθεν καὶ τὸ πῶϋ καὶ πηός ὁ ἐξ ἀγχιστείας ἐπίκτητος συγγενὴς καὶ πολυπάμμων ὁ πολυθρέμμων, εἴτ’ οὖν πολύκτητος ταὐτὸν δὲ φάναι πολυκτήμων.]); ibid. vol. 4, p. 306 (Ἰστέον δὲ ὅτι ὁμωνύμου ὄντος τοῦ πάσασθαι τὸ μὲν Ὁμηρικόν, ὅπερ τὸ ἐμφαγεῖν δηλοῖ, ἐκ τοῦ πῶ, τὸ κτῶμαι, γίνεται, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ πῶυ, καὶ ὁ πολυπάμμων, ἤτοι πολυκτήμων); Etym. Magnum, Kallierges, p. 669 (Πηός: Τὸ ΠΗ, η· ἢ ὅτι κατὰ διάλεκτον εὑρέθη παὸς, ἢ ἐκ τῆς παραγωγῆς αὐτῆς· ἔστι γὰρ πῶ, τὸ κτῶμαι· ὁ μέλλων, πάσω· ἐξ οὗ καὶ πάμων καὶ πολυπάμων. Γίνεται οὖν παός· καὶ τροπῇ, πηός); ibid., p. 681 (Πολυπάμμων: Πολυπάμμονος ἀνδρὸς, ἀντὶ τοῦ πολυθρεμμάτου, πλουσίου. Πάω, πῶ· (ἔστι τὸ κτῶμαι) ὁ μέλλων, πάσω· ῥηματικὸν ὄνομα, πάμμων καὶ πολυπάμμων); Ps.-Zonaras, Lexicon, pi, p. 1561 (Πολυπάμων. πολυθρέμματος. πῶ, τὸ κτῶμαι, καὶ πᾶσθαι, τὸ κτήσασθαι, κυρίως θρέμματα, καταχρηστικῶς δὲ πᾶν ὁτιοῦν. καὶ πασάμενος πολλάκις)

Modern etymology

Derivative of the root *kweh2- "to possess" of πέπᾱμαι, πᾱ́σασθαι. The zero grade is found in κῡ́ριος "master" (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer