λῶ
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Λιλαιόμενα· ... ἔστι λῶ λαίω λιλαίω, ὡς κερῶ κεραίω· „ζωρότερον δὲ κέραιε“ (ι 203).
Translation (En)
Lilaiomena "being eager to": ...there is a verb lō "to wish", *laiō lilaiō "to desire earnestly", as kerō keraiō "to mix" "zōroteron de keraie" ("mingle stronger drink") (Il. 9.203).
Other translation(s)
Lilaiomena "désireux de": ...il s’agit de lō « vouloir » *laiō lilaiō « désirer vivement », comme kerō keraiō « mélanger » : « zōroteron de keraie » (« mélange une boisson plus pure ») (Il. 9.203).
Parallels
A Schol. Il. 12.106b ({βάν ῥ’ ἰθὺς δαναῶν} λελιημένοι: λιλῶ ἐστι ῥῆμα τὸ σημαντικὸν τοῦ προθυμοῦμαι, ἐκ τοῦ λῶ διπλασιασθέν, οὗ παράγωγον τὸ λιλαίω· „λιλαιόμενα χροὸς ἆσαι“ (Λ 574)); bT Schol. Il. 3.399b (λιλαίεαι: λῶ τὸ θέλω· ἀναδιπλασιασμὸς λιλῶ. ὡς κερῶ κεραίω, οὕτω καὶ λιλῶ λιλαίω); Schol. Od. α 315e Pontani (λιλαιόμενον] ἐκ τοῦ λῶ τὸ θέλω λαίω καὶ λιλαίω); Etym. Genuinum, lambda 110 (Λιλαίω· ἀπὸ τοῦ λῶ λιλῶ καὶ λιλαίω ὡς κερῶ κεραίω); Lexicon αἱμωδεῖν, lambda 38 ({ἔστι γὰρ λιλῶ ῥῆμα, τὸ σημαντικὸν τοῦ προθυμοῦμαι, ἐκ τοῦ λῶ διπλασιασθέν, οὗ παράγωγον λιλαίω, λιλαιομένη χροὸς ἆσαι (Φ 168)); Eustathius, Comm. Il. vol. 2, p. 472 (Καὶ ἔοικεν οὕτω πως ἔχειν τοῦ ῥήματος ἡ διάθεσις, κέω κῶ τὸ πρωτότυπον, ἐξ οὗ παράγωγον τὸ ἕτερον καίω, τὸ ἀσυναίρετον, τὸ διὰ τῆς αι διφθόγγου, ὡς κλῶ κλαίω, λῶ λαίω, ἐξ οὗ τὸ λιλαίω, καὶ τὰ τοιαῦτα); ibid., vol. 4, p. 375 (Τοιοῦτον δέ πως καὶ τὸ «λάϊνον ἕσσο χιτῶνα», ἤγουν ἐλιθάσθης ἄν. τὸ γὰρ λάεσσι σκεπασθῆναι ὡς ἐπὶ χιτῶνος ἐλαλήθη. ὅτι δὲ ἐκ τοῦ λῶ, τὸ θέλω, παρῆκται τὸ λιλαίω, δῆλόν ἐστιν); Eustathius, Comm. Od. vol. 1, p. 72 (γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ ῥῶ ῥαίω ἀφ’ οὗ καὶ ῥαιστὴρ ἡ σφύρα. καθὰ καὶ πέτω τὸ πίπτω, καὶ ἐν συγκοπῇ καὶ παραγωγῇ πτῶ πταίω τὸ προσκόπτω. οὕτω δὲ καὶ λῶ λαίω ἐξ οὗ τὸ λιλαίω); Etym. Magnum, Kallierges, p. 566 (Λιλαιόμενοι: Ὀλοοῖο λιλαιόμενοι πολέμοιο. Ἐπιθυμοῦντες. Παρὰ τὸ λῶ διπλασιασμῷ γίνεται λιλῶ, τὸ πάνυ θέλω· καὶ λιλαίω κατὰ παραγωγὴν, ὡς κερῶ, κεραίω· περῶ, περαίω)
Comment
Derivational etymology, backed by a partial parallel (*λῶ, *λαίω as κερῶ, κεραίω), and then reduplication is applied (implicit in the explanation)