κεῖμαι

Validation

No

Last modification

Mon, 04/03/2023 - 09:06

Word-form

κῶμα

Transliteration (Word)

kōma

English translation (word)

deep sleep

Transliteration (Etymon)

keimai

English translation (etymon)

to lie down

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *130

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

[Etymologicum Genuinum AB]

Ref.

fr. *130

Ed.

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Quotation

Kῶμα· ὁ ὕπνος. παρὰ τὸ κῶ, τὸ κοιμῶμαι, γίνεται κῶμα, ἐξ οὗ καὶ κείω.

Translation (En)

Kma "slumber". Kma is made from *k, "to lie down" (koimmai), from which comes keiō "to go to bed" as well.

Other translation(s)

Kma "profond sommeil". Kma vient de *k, « se coucher » (koimmai), duquel vient aussi keiō "aller se coucher".

Comment

Derivational etymology, starting from the monosyllabic verb *κῶ, thematic counterpart of κεῖμαι. It relies on the semantic association of sleep with lying down, and on the forms of κεῖμαι with an o grade, in particular κοιμάομαι which also have an m-suffix.

Parallels

Philoxenus, fr. *129 (Kῴδιον· ... τὸ δὲ κῴδιον (σημαίνει δὲ τὸ τῶν προβάτων δέρμα) παρὰ τὸ ἐπ’ αὐτῷ κοιμᾶσθαι. παρὰ τὸ κῶ τὸ σημαῖνον τὸ κοιμῶμαι, ἀφ’ οὗ καὶ κείω καὶ κῶμα, ὁ ὕπνος, ὡς Ἡσίοδος (Th. 798)· „κακὸν δ’ ἐπὶ κῶμα καλύπτει“ καὶ κῶς ῥηματικὸν ὄνομα· Νικοχάρης Λημνίαις (fr. 12 K.), οἷον „ἐπλέομεν, ὦ κόρη, ἐπὶ κῶς“); Herodian, Περὶ ὀρθογραφίας, Gr. Gr. 3.2, p. 462 (Τὰ παρὰ μέλλοντα ἢ ἐνεστῶτα περισπώμενον ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ ειω γινόμενα παραγωγὰ διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφεται οἷον θῶ θείω, σῶ σείω, κῶ τὸ ὑπνῶ, ἐξ οὗ κῶμα ὁ ὕπνος, κείω, οὗ ὁ μέλλων κείσω καὶ παθητικὸν κείομαι καὶ κατὰ συγκοπὴν κεῖμαι [...]); Orion, Etymologicum, kappa, p. 84 (Κῶμα. κοιμῶ κοιμήσω κοίμημα· συγκοπῇ κοῖμα· τροπῇ τῆς οι εἰς ω, κῶμα); Theognostus, Canones siue De orthographia, §882 (Τὰ παρὰ μέλλοντα ἢ ἐνεστῶτα περισπώμενα, ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ ειω γινόμενα παράγωγα, διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται· οἷον, θῶ, θείω· σῶ, σείω, τοῦτο δὲ καὶ σαίνω γίνεται· κῶ τὸ ὑπνῶ, ἐξ οὗ κῶμα ὁ ὕπνος· κείω, οὗ ὁ μέλλων κείσω, καὶ παθητικὸν κείομαι, καὶ κατὰ συγκοπὴν κεῖμαι); Epimerismi homerici Il. 1.26b2 (κοίλῃσιν: [...] τὸ δὲ κοῖλος παρὰ τὸ κῶ, τὸ κεῖμαι· τὸ δὲ κῶ σημαίνει δύο, κῶ, τὸ καίω, ἐξ οὗ τὸ κείω· πῦρ μέγα κειάμενοι (cf. ψ 51)· καὶ τὸ κοιμῶμαι, οὗ ὁ μέλλων κώσω, ἐξ οὗ καὶ κώμη καὶ κῶμα.); Etym. Gudianum, kappa, p. 356 (Κῴδιον, [...] ἢ παρὰ τὸ κῶ, τὸ σημαῖνον τὸ κοιμῶμαι, ἀφ’ οὗ καὶ κείω καὶ κῶμα ὁ ὕπνος, ὡς Ἡσίοδος, κακὸν δ’ ἐπὶ κῶμα καλύπτει· καὶ κῶς ῥηματικὸν ὄνομα); Eustathius, Comm. Il. vol. 3, p. 356 (Ἴωνες δέ, φασί, τρῶμα λέγουσι τὴν τροπήν, οὗ ἡ παραγωγὴ κατὰ τὸ κῶ κῶμα, βρῶ βρῶμα); Etym. Magnum, Kallierges, p. 551 (Κῶμα: Ὁ ὕπνος, ἢ ληθώδης καταφορά. Ἀπὸ τοῦ κοιμῶ κοιμήσω γίνεται κοίμημα· συγκοπῇ, κοῖμα· καὶ τροπῇ τῆς ΟΙ εἰς ω, κῶμα. Ἢ παρὰ τὸ κῶ, τὸ κοιμῶμαι); Ps.-Zonaras, Lexicon, kappa, p. 1277 (Κῶμα. ὁ ὕπνος. παρὰ τὸ κῶ, τὸ κοιμῶμαι, γίνεται κῶμα, ἐξ οὗ καὶ κείω, τὸ κοιμῶμαι)

Modern etymology

Unknown (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

In MG, the meaning is restricted to "coma", the pathological condition.

Entry By

Eva Ferrer