κεῖμαι
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Kῶμα· ὁ ὕπνος. παρὰ τὸ κῶ, τὸ κοιμῶμαι, γίνεται κῶμα, ἐξ οὗ καὶ κείω.
Translation (En)
Kōma "slumber". Kōma is made from *kō, "to lie down" (koimōmai), from which comes keiō "to go to bed" as well.
Other translation(s)
Kōma "profond sommeil". Kōma vient de *kō, « se coucher » (koimōmai), duquel vient aussi keiō "aller se coucher".
Parallels
Philoxenus, fr. *129 (Kῴδιον· ... τὸ δὲ κῴδιον (σημαίνει δὲ τὸ τῶν προβάτων δέρμα) παρὰ τὸ ἐπ’ αὐτῷ κοιμᾶσθαι. παρὰ τὸ κῶ τὸ σημαῖνον τὸ κοιμῶμαι, ἀφ’ οὗ καὶ κείω καὶ κῶμα, ὁ ὕπνος, ὡς Ἡσίοδος (Th. 798)· „κακὸν δ’ ἐπὶ κῶμα καλύπτει“ καὶ κῶς ῥηματικὸν ὄνομα· Νικοχάρης Λημνίαις (fr. 12 K.), οἷον „ἐπλέομεν, ὦ κόρη, ἐπὶ κῶς“); Herodian, Περὶ ὀρθογραφίας, Gr. Gr. 3.2, p. 462 (Τὰ παρὰ μέλλοντα ἢ ἐνεστῶτα περισπώμενον ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ ειω γινόμενα παραγωγὰ διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφεται οἷον θῶ θείω, σῶ σείω, κῶ τὸ ὑπνῶ, ἐξ οὗ κῶμα ὁ ὕπνος, κείω, οὗ ὁ μέλλων κείσω καὶ παθητικὸν κείομαι καὶ κατὰ συγκοπὴν κεῖμαι [...]); Orion, Etymologicum, kappa, p. 84 (Κῶμα. κοιμῶ κοιμήσω κοίμημα· συγκοπῇ κοῖμα· τροπῇ τῆς οι εἰς ω, κῶμα); Theognostus, Canones siue De orthographia, §882 (Τὰ παρὰ μέλλοντα ἢ ἐνεστῶτα περισπώμενα, ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ ειω γινόμενα παράγωγα, διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται· οἷον, θῶ, θείω· σῶ, σείω, τοῦτο δὲ καὶ σαίνω γίνεται· κῶ τὸ ὑπνῶ, ἐξ οὗ κῶμα ὁ ὕπνος· κείω, οὗ ὁ μέλλων κείσω, καὶ παθητικὸν κείομαι, καὶ κατὰ συγκοπὴν κεῖμαι); Epimerismi homerici Il. 1.26b2 (κοίλῃσιν: [...] τὸ δὲ κοῖλος παρὰ τὸ κῶ, τὸ κεῖμαι· τὸ δὲ κῶ σημαίνει δύο, κῶ, τὸ καίω, ἐξ οὗ τὸ κείω· πῦρ μέγα κειάμενοι (cf. ψ 51)· καὶ τὸ κοιμῶμαι, οὗ ὁ μέλλων κώσω, ἐξ οὗ καὶ κώμη καὶ κῶμα.); Etym. Gudianum, kappa, p. 356 (Κῴδιον, [...] ἢ παρὰ τὸ κῶ, τὸ σημαῖνον τὸ κοιμῶμαι, ἀφ’ οὗ καὶ κείω καὶ κῶμα ὁ ὕπνος, ὡς Ἡσίοδος, κακὸν δ’ ἐπὶ κῶμα καλύπτει· καὶ κῶς ῥηματικὸν ὄνομα); Eustathius, Comm. Il. vol. 3, p. 356 (Ἴωνες δέ, φασί, τρῶμα λέγουσι τὴν τροπήν, οὗ ἡ παραγωγὴ κατὰ τὸ κῶ κῶμα, βρῶ βρῶμα); Etym. Magnum, Kallierges, p. 551 (Κῶμα: Ὁ ὕπνος, ἢ ληθώδης καταφορά. Ἀπὸ τοῦ κοιμῶ κοιμήσω γίνεται κοίμημα· συγκοπῇ, κοῖμα· καὶ τροπῇ τῆς ΟΙ εἰς ω, κῶμα. Ἢ παρὰ τὸ κῶ, τὸ κοιμῶμαι); Ps.-Zonaras, Lexicon, kappa, p. 1277 (Κῶμα. ὁ ὕπνος. παρὰ τὸ κῶ, τὸ κοιμῶμαι, γίνεται κῶμα, ἐξ οὗ καὶ κείω, τὸ κοιμῶμαι)
Comment
Derivational etymology, starting from the monosyllabic verb *κῶ, thematic counterpart of κεῖμαι. It relies on the semantic association of sleep with lying down, and on the forms of κεῖμαι with an o grade, in particular κοιμάομαι which also have an m-suffix.