καλέω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Kολῳός· Ὅμηρος (Α 575). παρὰ τὸ κλῶ ῥηματικὸν ὄνομα κλωός, ὡς σῶ σῶος, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο κολωός, ἀφ’ οὗ γίνεται ῥῆμα κολῳῶ· „Θερσίτης δ’ ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα“ (Β 212).
Translation (En)
Kolōios "brawling": Homer (Il. 1.575). Verbal noun *klōos from *klō "to call", as sōos "safe and sound" from *sō "to save", and by addition of [o] *kolōos, from which is made a verb kolōiō "to brawl" : "Thersitēs d’eti mounos ametroepēs ekolōia" ("Thersites alone, unbridled of tongue, kept brawling") (Il. 2.212).
Other translation(s)
Kolōios « criaillerie » : Homère (Il. 1.575). Nom déverbal *klōos dérivé de *klō « appeler », comme sōos « sain et sauf » de sō « sauver », et par ajout du [o] *kolōos, à partir duquel est fait un verbe kolōiō « criailler » ; « Thersitēs d’eti mounos ametroepēs ekolōia » [« Thersite seul, sans mesure, criaillait encore » ] (Il. 2.212).
Parallels
D Schol. Il. 1.575a2 (κολῳόν: παρὰ τὸ κολοιός. ὁ δὲ Φιλόξενος παρὰ τὸ κλῶ κλωός καὶ κολωός. καὶ οὐδὲ προσγράφει τὸ ι. τοῦ δὲ κλῶ παράγωγον τὸ κλάζω); Herodian, Περὶ ὀρθογραφίας, Gr. Gr. 3.2, p. 505 (ἐκολῴα: ἐθορύβει. σὺν τῷ ι. γίνεται γὰρ παρὰ τὸ κλῶ τὸ κράζω κλοιός καὶ κλῳός καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο κολῳός καὶ κατὰ παραγωγὴν κωλῳῶ); Epimerismi Homerici Il. 1.575a (κολῳόν: εἴρηται κολῳός παρὰ τὸ κλῶ ῥῆμα, ὃ σημαίνει τὸ φωνῶ. καὶ γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα κλῳός, ὡς σῶ σῶος, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο κολῳός μετὰ τοῦ ἀνεκφωνήτου ι. ἐκ τούτου ἐγένετο κολῳῶ ῥῆμα δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων, τὸ δεύτερον κολῳᾷς, ὁ παρατατικὸς ἐκολῴων καὶ τὸ τρίτον ἐκολῴα· Θερσίτης δ’ ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα (Il. 2.212). οὕτως Φιλόξενος (fr. 122 Th.)); Lexicon αἱμωδεῖν, epsilon 56 (ἐκολῴα (Il. 2.212): ῥῆμα παρὰ τὸ κολωῶ. τὸ λω μέγα· διὰ τί; ἐκ τοῦ κολῳ<ός> κολῳὸν ἐλαύνετον (Il. 1.575)· ἐκ τοῦ κολοιός· θορυβῶδες γὰρ τὸ ζῷον. <ἢ> γίνεται παρὰ τὸ κλῶ, τὸ κράζω, κατὰ παραγωγὴν κλῳός καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο κολῳός); ibid., kappa 35 (κύκνος (Β 460): [...] γίνεται δὲ παρὰ τὸ κλῶ, τὸ φωνῶ, ἐξ οὗ γίνεται καὶ κλῳός καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο κολῳός); Etym. Gudianum, epsilon, p. 445 (Ἐκολῴα <Il. 2.212>· ... ῥῆμα παρὰ <τὸ> κολ<ω>ῶ· τὸ λω μέγα· ἐκ τοῦ κολῳός, <Il. 1.575> „κολῳὸν ἐλαύνετον“· ἐκ τοῦ κολοιός· θορυβῶδες γὰρ τὸ ζῶον. <ἢ> γίνεται παρὰ τὸ κλῶ, τὸ κράζω, κατὰ παραγωγὴν κλῳός καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο κολῳός.); Ibid. kappa, p. 334 (Κολωὸν, παρὰ τὸ κολοιὸς, ὁ δὲ Φιλόπονος, παρὰ τὸ κλῶ κλάζω· ἀπὸ τοῦ κλῶ κατὰ παραγωγήν); ibid., kappa, p. 353 (Κύκνος, [...] γίνεται δὲ παρὰ τὸ κλῶ τὸ φωνῶ, ἐξ οὗ καὶ κλωὸς καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο κολωός); Eustathius, Comm. Il. vol. 1, p. 236 (Ὅτι κολῳὸς ὁ θόρυβος κατὰ μὲν Φιλόξενον ἀπὸ τοῦ κλῶ γίνεται ὀνοματοπεποιημένου ῥήματος κατὰ πρόσληψιν συλλαβῆς. διὸ οὐδὲ προσγέγραπται, φησί, τὸ ι. ἀπὸ δὲ τοῦ τοιούτου κλῶ καὶ τὸ κλάζω γέγονε κατὰ παραγωγήν); Etym. Magnum, Kallierges, p. 323 (Ἐκολώα: Ἐθορύβει· παρὰ τὸ κολωῶ, τὸ θορυβῶ· τοῦτο ἐκ τοῦ κολωὸς, ὃ σημαίνει τὸν θόρυβον, τοῦτο ἐκ τοῦ κλῶ κλῶος καὶ κολωός); Ps.-Zonaras, Lexicon, kappa, p. 1230 (Κολωός. ὁ θόρυβος. παρὰ τὸ κλῶ, τὸ καλῶ, γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα κλὼς, ὡς σῶ, σὼς, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ω κολωός)








Comment
Derivational etymology starting from the monosyllabic *κλῶ "to utter a sound". It implies several formal changes. Both the etymon and the lemma refer to a sound or cry.