κλάω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Kλίνω· παράγωγόν ἐστι τοῦ κλῶ· ὥσπερ γὰρ κλάσιν λαμβάνει τῆς ὀρθότητος στερισκόμενα τὰ κλινόμενα. †κατ’ ἔνδειαν τοῦ μ, ὡς καλύπτω καλύψω†.
Translation (En)
Klinō "to cause to lean": it is derived from *klō "to break". Because that which is made to lean, deprived of verticality, reaches indeed a breaking point (klasin). †Without m, as in kaluptō "to cover" kalupsō.†
Other translation(s)
Klinō « faire pencher » : il s’agit d’un dérivé de *klō « briser ». Comme en effet ce qui est incliné, privé de verticalité, atteint un point de rupture (klasin). †Sans m, comme kaluptō « couvrir » kalupsō.†
Parallels
Etym. Gudianum, kappa, p. 328 (Κλίνη, παρὰ τὸ κλίνω, τοῦτο παρὰ τὸ κλῶ· κλάσιν γὰρ λαμβάνουσι τὰ κλινόμενα, στερισκόμενα τῆς ὀρθότητος, καὶ εἰς τὸ κλίνω); Eustathius, Comm. Od. vol. 1, p. 422 (οὗ περ οὐ μόνον τὸ φθείρω παράγωγον, ὡς τοῦ φθῶ τὸ φθείρω, ἀλλὰ καὶ τὸ φθίνω, ὁμοίως τῷ κλῶ κλίνω); Etym. Magnum, Kallierges, p. 520 (Κλίνη: Ἀπὸ τοῦ κλίνω· εἰς αὐτὴν γὰρ ἐγκλίνοντες ἀναπαυόμεθα. Τοῦτο δὲ παρὰ τὸ κλῶ· κλάσιν γὰρ λαμβάνουσι τὰ κλινόμενα, στερισκόμενα τῆς ὀρθότητος); Ps.-Zonaras, Lexicon, kappa, p. 1219 (Κλίμαξ. ἡ σκάλα. παρὰ τὸ κλίνω, κλίνη, [κλίναξ καὶ κλίμαξ, ὡς χλαῖνα, χλαμύς. κλῆμαξ δὲ, ἡ ἄμπελος. ἢ κλίνη] παρὰ τὸ κλῶ. κλάσιν γὰρ λαμβάνουσι τὰ κλινόμενα, στερισκόμενα τῆς ὀρθότητος)
Comment
Derivational etymology relying on a relationship of cause and consequence: a downward move may result in breaking. This reverses the normal directionality in Ancient etymology, which is from cause (etymon) to consequence (lemma): here the etymon expresses the consequence.