θῆσαι

Validation

No

Last modification

Fri, 03/24/2023 - 19:14

Word-form

θώραξ

Transliteration (Word)

thōrax

English translation (word)

trunk

Transliteration (Etymon)

thēsai

English translation (etymon)

to suckle

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *106

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, theta, p. 73

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

Θώραξ· <παρὰ τὸ θῶ>, ὃ δηλοῖ τὸ εὐωχοῦμαι, ἤτοι ἐν εὐωχίᾳ εἰμί, ἀφ’ οὗ Δωριεῖς θῶσθαι λέγουσι τὸ εὐωχεῖσθαι.

Translation (En)

Thōrax "chest": <from *thō>, which means "to feast", namely "to partake in feasting", hence why Dorians say "to feast" thōsthai.

Other translation(s)

Thōrax « buste » : <de *thō>, qui signifie « se régaler », c’est-à-dire « participer à un banquet », à partir duquel les Doriens disent « se régaler » thōsthai.

Comment

Derivational etymology relying on the identity of the first syllable and a dialectal word. The chest is where food passes before it reaches toe stomach: the semantic relationship between the lemma and the etymon relies on a metonymy ("to eat" would be an appropriate etymon for "belly", not for "chest", but the one is close to the other)

Parallels

Lexicon αἱμωδεῖν, theta 7 (θωρῆξαι (Β 11): ἐκ τοῦ θώραξ. τὰ εἰς αξ ἀρσενικὰ φύσει μακρᾷ παραληγόμενα ἐκτείνουσι τὸ α, οἷον Φαίαξ οἴαξ, πλὴν τοῦ θώραξ. τοῦτο παρὰ τὸ θῶ, ὁ μέλλων θώσω θῶρος καὶ ὥσπερ παρὰ τὸ λίθος λίθαξ οὕτως καὶ θῶρος θώραξ, τὸ πολεμικὸν ἱμάτιον. ἔστι δὲ καὶ ἕτερον θῶ, τὸ εὐωχοῦμαι, ἐξ οὗ θώνη καὶ θοίνη, ἡ εὐωχία); Etym. Gudianum, theta, p. 268 (Θωρῆξαι, καθοπλίσαι, ἐκ τοῦ θώραξ. τὰ εἰς αξ ἀρσενικὰ, φύσει μακρᾷ παραληγόμενα, ἐκτείνουσι τὸ α οἷον, Φαίαξ οἶαξ. τὸ δὲ θώραξ, παρὰ τὸ θῶ, θώσω, θῶρος. καὶ ὥσπερ παρὰ τὸ λίθος λίθαξ, οὕτω καὶ παρὰ τὸ θῶρος θώραξ, τὸ πολεμικὸν ἱμάτιον. ἔστι δὲ καὶ ἕτερον θῶ, καὶ σημαίνει τὸ εὐωχοῦμαι); ibid., theta, p. 268 (Θώραξ [...] ἢ παρὰ τὸ θῶ, τὸ ἐν εὐωχίᾳ εἰμὶ, ὁ μέλλων θώσω, θῶρος καὶ θώραξ. ἐπὶ δὲ τοῦ χιτῶνος ἀπὸ μεταφορᾶς. τοῦτο ἀπὸ τοῦ περιεχομένου τὸ περιεχόμενον. τίς ἐστιν ὁ τρόπος; μετωνυμία); Etym. Magnum, Kallierges, p. 461 (Ἢ παρὰ τὸ θῶ, τὸ εὐωχοῦμαι, ἤτοι ἐν εὐωχίᾳ εἰμί· ἀφ’ οὗ οἱ Δωριεῖς θω[ρεῖ]σθαι λέγουσι τὸ εὐωχεῖσθαι· τούτου ὁ μέλλων, θώσω· ῥηματικὸν ὄνομα, θῶρος· ἀφ’ οὗ  θώραξ, ὡς λίθος, λίθαξ. Θῶρος οὖν ἡ τροφὴ καὶ ἡ μέθη· καὶ θώραξ, ὁ δεκτικὸς τῆς τροφῆς τόπος· ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ἐμπίπλασθαι οἴνου θωράσασθαι λέγεται, ὡς παρὰ Ἀριστοφάνει, πρὸς τοὺς συμπότας θωράξομαι. Εὐωχηθήσομαι, ἢ μεθυσθήσομαι. Καὶ Πίνδαρος Διθυράμβων πρώτῳ, Ἀλόχῳ ποτὲ θωρηχθεὶς ἐπεῖχεν ἀλλοτρίᾳ. Παρὰ δὲ τὸ θῶ εἴρηται καὶ ἔνθεσις ἡ τροφή· καὶ ἔνθου τὸ ῥόφησον, παρὰ Ἀριστοφάνει· καὶ θωρήσσω καὶ θώρηξις. Λέγεται καὶ ἐπὶ τῆς καθοπλίσεως, καὶ ἐπὶ τῆς τοῦ οἴνου ἀκρατοποσίας. Ἐπὶ δὲ τοῦ ὅπλου, θώραξ, ἀπὸ τοῦ περιεχομένου τὸ περιέχον ἔξωθεν παρίστησι μετωνυμικῷ τρόπῳ, ὡς Ὅμηρος, Τοῖόν οἱ πῦρ δαῖεν ἀπὸ κρατός τε καὶ ὤμων. Ἀπὸ τῶν περιεχομένων τὰ περιέχοντα, ἀπό τε τῆς ἀσπίδος καὶ τῆς περικεφαλαίας. Ὁ τρόπος, μετωνυμία.)

Modern etymology

Probably a loanword (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

MG still has θώρακας

Entry By

Eva Ferrer