θῆσαι
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Θοίνη· ἡ εὐωχία. παρὰ τὸ θῶ ῥῆμα, ὅ ἐστι τρίτης συζυγίας τῶν περισπωμένων, τὸ τρέφω, ὁ μέλλων θώσω, ῥηματικὸν ὄνομα θώνη καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς τὴν οι δίφθογγον θοίνη, ὡς τὸ ἀγκὼν ἀγκώνη καὶ ἀγκοίνη.
Translation (En)
Thoinē "feasting". From the verb *thō, which is from the third conjugation of perispomena verbs, "to feed", the future thōsō, a verbal noun thōnē and by changing the [ō] into the diphthong [oi] thoinē, as ankōn "bend of the arm", *ankōnē and ankoinē "bent arm".
Other translation(s)
Thoinē « festin ». Du verbe *thō, qui est de la troisième conjugaison des périspomènes, « nourrir », thōsō au futur, une forme nominale déverbale thōnē et thoinē par changement de [ō] en la diphtongue [oi], comme pour ankōn « courbure du bras », *ankōnē et ankoinē « bras recourbé ».
Parallels
Philoxenus, fr. *76 (γαλαθηνός· παρὰ τὸν θήσω μέλλοντα δηλοῦντα τὸ θρέψω, ὡς τὸ „ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι“ (δ 89), τὸ ἐσθίειν καὶ τὸ τρέφεσθαι. καὶ θοίνη ἡ τροφή. ἔστιν οὖν θήσω θηνός, ὡς δείσω δεινός, κλείσω κλεινός· καὶ σύνθετον γαλαθηνός); ibid., fr. *215 (τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ θοίνη. ἀπὸ τοῦ θῶ τοῦ δηλοῦντος τὸ τρέφω, ὁ μέλλων θώσω, θώνη ἔδει· καὶ λέγεται θοίνη); Herodian, Περὶ παθῶν, Gr. Gr. 3.2, p. 366 (ὦμος ἐκ τοῦ οἴσω μέλλοντος· ὁ γὰρ ἐνεστὼς οὐκ εἴρηται καὶ ὥσπερ τὸ ω τρέπεται εἰς τὴν οι δίφθογγον ὡς ἀγκών ἀγκῶνος ἀγκώνη καὶ ἀγκοίνη, θῶ τὸ εὐωχοῦμαι θώσω θώνη καὶ θοίνη, οὕτως καὶ ἡ οι τρέπεται εἰς ω καὶ γίνεται ὦμος); Orion, Etymologicum, gamma, p. 41 (Γαλαθηνός, παρὰ τὸν θήσω μέλλοντα, δηλοῦντα τὸ θρέψαι, ὡς τὸ, ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι· τὸ ἐσθίειν καὶ τὸ τρέφεσθαι· καὶ θοίνη ἡ τροφή· ἐστὶν οὖν θήσω θηνός, ὡς δήσω δεινός, κλείω κλεινός. καὶ σύνθετον γαλαθηνός); ibid., omega, p. 170 (τοιοῦτον ἐστὶ καὶ τὸ θοίνη. θῶ τὸ τρέφω, ὁ μέλλων θώσω, θώνη ἔδει, καὶ λέγεται θοίνη.); Epimerismi Homerici Il. 1.45b (τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ θοίνη ἀπὸ τοῦ θῶ ῥήματος δηλοῦντος τὸ τρέφω, ὁ μέλλων θώσω καὶ θώνη τὸ ῥηματικὸν ὄνομα); Lexicon αἱμωδεῖν, theta 7 (ἔστι δὲ καὶ ἕτερον θῶ, τὸ εὐωχοῦμαι, ἐξ οὗ θώνη καὶ θοίνη, ἡ εὐωχία); ibid., omega 3 (καὶ ὥσπερ τρέπεται τὸ ω⸥ εἰς τὴν οι, οἷον ἀ⸤γκών ἀγκῶνος ἀγκώνη καὶ ἀγκοίνη, θῶ, τὸ εὐωχοῦμαι, θώσω θώνη καὶ θοίνη, οὕτως καὶ ἡ οι⸥ τρέπεται εἰς ⸤τὸ ω καὶ γίνεται ὦμος); Etym. Gudianum, theta, p. 263 (Θοίνη, ἡ εὐωχία, παρὰ τὸ θῶ τὸ τρέφω, οὗ ὁ μέλλων θήσω, ὄνομα ῥηματικὸν θώνη, καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς τὴν οι δίφθογγον θοίνη. καὶ εἰς τὸ θωρῆξαι.); Eustathius, Comm. Il. vol. 3, p. 619 (ἐκ τοῦ ἀγκών δὲ ἀγκῶνος γίνεται ἡ ἀγκοίνη, ὡς καὶ ἐκ τοῦ θῶ ἡ θοίνη); Etym. Magnum, Kallierges, p. 453 (Θοίνη: Εὐωχία, τροφὴ, κατάβρωμα. Παρὰ τὸ θῶ, ὁ μέλλων, θώσω, τρίτης συζυγίας τῶν περισπωμένων, γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα θώνη, καὶ θοίνη); ibid., Kallierges, p. 461 (θῶ, τὸ τρέφω, ἐξ οὗ καὶ θοίνη ἡ εὐωχία); Ps.-Zonaras, Lexicon, theta, p. 1049 (Θοίνη. ἡ εὐωχία. [παρὰ τὸ θῶ ῥῆμα, ὅ ἐστι τρίτης συζυγίας τῶν περισπωμένων. ὁ μέλλων θώσω. ῥῆμα ὄνομα θώνη καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς οι θοίνη. ὡς ἀγκὼν, ἀγκώνη καὶ ἀγκοίνη]); ibid., theta, p. 1068 (Θῶ. τὸ τρέφω. ἐξ οὗ καὶ θοίνη, ἡ εὐωχία); ibid., omega, p. 1886 (τοιοῦτον καὶ τὸ θοίνη, ἀπὸ τοῦ θῶ, τὸ τρέφω ἢ τὸ θηλάζω); Gennadius Scholarius, Grammatica, part 2, p. 456 (θῶ, τὸ τρέφω, ἐξ οὗ θοίνη, ἡ εὐωχία)
Comment
Derivational etymology, relating "feasting" to the notion of food. The group of θῆσαι, here under the thematic (ghost) form *θῶ, is taken with the general meaning "to feed" instead of the specific meaning "to suckle"