βαίνω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Bάπτω· παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω, γίνεται βάπτω· <τρόπον γάρ τινα βαίνει κατὰ τοῦ ὑποκειμένου τὸ δευσοποιὸν χρῶμα>.
Translation (En)
Baptō "to dye": baptō is made from *bō, "to walk" [bainō] ; <because in a way the colored dye goes down [bainei kata] to the root [of what is being dyed]>.
Other translation(s)
Baptō « teindre » : baptō vient de *bō, « marcher » [bainō] ; <car d'une certaine manière la teinture descend au fond [bainein kata] [de ce qui est teint]>.
Parallels
Etym. Gudianum, beta, p. 260 (Βάπτω· παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω, παράγωγον βάπτω, οἷον ἐμβαίνειν ποιῶ); Etym. Magnum, Kallierges, p. 187 (Βάπτω: Παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω, παράγωγον βάπτω, οἷον ἐμβαίνειν ποιῶ. Τρόπον γάρ τινα βαίνει κατὰ τοῦ ὑποκειμένου τὸ δευσοποιὸν χρῶμα); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 396 (βάπτω· παρὰ τὸ βῶ, τὸ βαίνω· τρόπον γάρ τινα βαίνει κατὰ τοῦ ὑποκειμένου τὸ δευσοποιὸν χρῶμα); Ps.-Zonaras, Lexicon, beta, p. 378 (Βάπτω. παρὰ [τὸ βῶ] τὸ βαίνω· τρόπον γάρ τινα βαίνει κατὰ τοῦ ὑποκειμένου τὸ δευσοποιὸν χρῶμα)
Comment
Derivational etymology relying on the idea that the process of dying implies that the color moves from one thing (the dying substance) to the other (the object to be dyed).