ἀ- + σπάω

Validation

No

Last modification

Mon, 03/13/2023 - 19:19

Word-form

ἀσπίς

Transliteration (Word)

aspis

English translation (word)

shield

Transliteration (Etymon)

a- + spaō

English translation (etymon)

not + to draw

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. 51

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, alpha, p. 19

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

Ἀσπίς· τὸ ὅπλον. παρὰ τὸ σπῶ ῥῆμα, οὗ παράγωγον σπίζω, ἀφ’ οὗ ὄνομα ῥηματικὸν σπιδές, ἤτοι μακρόν, παρὰ τὸ ἀποσπᾶσθαι καὶ διατείνεσθαι. τοῦ δὲ σπίζω ὁ μέλλων σπίσω καὶ ἀποβολῇ τοῦ ω σπὶς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀσπίς, ἥτις τοῦ μακρὰ εἶναι ἀπήλλακται· καὶ γὰρ περιφερὴς τῷ σώματί ἐστιν. ἐπὶ δὲ τοῦ ἑρπετοῦ διὰ τὸ κύκλους ποιεῖν τοῦ σώματος καὶ μὴ ταχέως ἐκτείνειν εἰς μῆκος.

Translation (En)

Aspis: the shield. From the verb spō "to draw", from which is derived *spizō, from which is made the verbal adjective spides, meaning "long", because of the fact that it has been pulled and stretched. The future of spizō is spisō and by dropping we get *spis, and then aspis with the privative a-, that which doesn’t need to be long anymore; and it is in fact that which goes around the body. Referring to the animal, because it makes a circle with its body and doesn’t extend quickly to its full length.

Other translation(s)

Aspis : le bouclier. Du verbe spō « tirer », duquel est dérivé spizō, à partir duquel est fait la forme nominale déverbale spides, « long », par rapport au fait que cela a été tiré et distendu. Le futur de spizō est spisō et par chute du on obtient *spis, puis aspis avec le a- privatif, ce qui n’a plus besoin d’être grand ; et c’est en effet ce qui entoure le corps. Et pour l’animal, parce qu’il fait un cercle avec son corps et ne s’étend pas rapidement sur toute sa longueur.

Comment

Compositional etymology. The word is parsed as a privative compound for ἀσπίς "shield" and ἀσπίς "vipera aspis", from a ghost form *σπίζω "to extend" derived from σπάω "to draw". As far as the shield is concerned, the explanation τοῦ μακρὰ εἶναι ἀπήλλακται seems to refer to the opposition between the old σάκος, the long shield, and the newer ἀσπίς, the circular shield, which "gave up" its length. For the snake, it comes from the observation that the animal is always coiled when at rest or when moving.

Parallels

Scholia in Aeschylum, Seven against Thebes, Scholion 465e (ἀσπὶς ἀπὸ τοῦ α στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ σπίζω τὸ ἐκτείνω, ἡ μὴ ἐκτεταμένη ἀλλὰ δηλονότι στρογγύλη· ἐκ τούτου τοῦ σπίζω γίνεται καὶ σπίνος ὁ ἐκτεταμένην φωνὴν ἔχων); Lexicon αἱμωδεῖν, alpha 168 (ἀσπίς (Γ 135): σημαίνει δύο, τὸ ζῷον καὶ τὸ ὅπλον. λέγεται δὲ τὸ ἑρπετὸν ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς ἀσπίδος τοῦ ὅπλου· οὕτως γὰρ συστρέψαν ἑαυτὸ πολεμεῖ καὶ μάχεται. γίνεται δὲ τὸ ὅπλον παρὰ τὸ σπίζω, ὃ σημαίνει τὸ ἐκτείνω καὶ μηκύνω· ὁ μέλλων σπίσω, σπίς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀσπίς, τὸ μὴ εἰς ἔκτασιν μεμηκυνομένον, ἀλλ’ εἰς περιφέρειαν κεκυκλωμένον.); ibid., alpha 203 (ἀσπίς (Γ 347): ὄνομα προσηγορικὸν ἐκ τοῦ σπίζω, τὸ ἐκτείνω καὶ μηκύνω, σπίς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀσπίς—τὸ δὲ σπίζω ἐκ τοῦ σπῶ—, οἱονεὶ τὸ μὴ εἰς μῆκος ἐκτεταμένον, ἀλλ’ εἰς περιφέρειαν κεκυκλωμένον); Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, vol. 3, p. 150 (ἈΣΠῚΣ, παρὰ τὸ σπίζω τὸ ἐκτείνω, ἀσπίδος); Etym. Genuinum, alpha 1297 (Ἀσπίς· τὸ ὅπλον· παρὰ τὸ σπῶ ῥῆμα γίνεται παράγωγον σπίζω, ὁ μέλλων σπίσω, καὶ κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω σπίς, τὸ μακρόν, παρὰ τὸ ἀποσπᾶσθαι καὶ διατείνεσθαι· καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀσπίς, ἥτις τοῦ μακρὰν εἶναι ἀπήλλακται· εἰς περιφερὲς γὰρ σχῆμα ἔγκειται· ἐπὶ δὲ τοῦ ἑρπετοῦ διὰ τὸ κύκλους ποιεῖν τοῦ σώματος καὶ μὴ ταχέως ἐκτείνειν εἰς μῆκος); Etym. Gudianum, alpha, p. 216 (Ἐπιμερισμῶν τοῦ Ψαλτηρίου Ἀσπίς <Γ 135>· σημαίνει δύο, τὸ ἑρπετὸν καὶ τὸ ὅπλον. καὶ τὸ ἑρπετὸν ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς ἀσπίδος τοῦ ὅπλου· οὕτω γὰρ συστρέψαν ἑαυτὸ πολεμεῖ καὶ μάχεται. γίνεται δὲ τὸ ὅπλον παρὰ τὸ σπίζω, ὃ σημαίνει τὸ ἐκτείνω καὶ μηκύνω· ὁ μέλλων σπίσω, σπίς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀσπίς, τὸ μὴ εἰς ἔκτασιν μεμηκυνομένον, ἀλλ’ εἰς περιφέρειαν κεκυκλωμένον); ibid., alpha, p. 216 (Ὠρίωνος Ἀσπίς· τὸ ὅπλον· σπῶ ἐστι ῥῆμα, οὗ παράγωγον σπίζω, ἀφ’ οὗ σπιδής, ὁ μακρός, καὶ σπιδές τὸ οὐδέτερον. ἀποδιδόασιν [ἀσπίδες] οὖν [εἴρηνται] <Λ 754> „διὰ σπιδέος πεδίοιο“ τοῦ μακροῦ. ἀπὸ οὖν τοῦ σπῶ σπίζω, <σπίσω>, σπίς ῥηματικὸν ὄνομα, καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως ἀσπίς, ἡ μὴ μακρά, ἀλλὰ περιφερής. ἐπὶ δὲ τοῦ ἑρπετοῦ δύναται κατ’ ἐπίτασιν τὸ α. οὕτω Φιλόξενος); ibid., alpha, p. 216 (Ἀσπίς· ὄνομα προσηγορικὸν ἐκ τοῦ σπίζω. τὸ δὲ σπίζω ἐκ τοῦ σπῶ, τὸ ἐκτείνω καὶ μηκύνω, <σπίζω, σπίσω,> σπίς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀσπίς, οἱονεὶ τὸ μὴ εἰς μῆκος ἐκτεταμένον, ἀλλ’ εἰς περιφέρειαν κεκυκλωμένον); Ibid. alpha, p. 217 (Ἀσπίς· παρὰ σπῶ, τὸ ἐκτείνω. στερητικὸν δὲ τὸ α.); ibid., upsilon, p. 543 (Ὑπερασπιστὴς, βοηθὸς, ἐκ τῆς ὑπὲρ προθέσεως, καὶ τοῦ σπίζω τὸ ἐκτείνω, καὶ μετὰ τοῦ στερημένου α, ἀσπίζω τὸ ἐκτείνω, ἐξ οὗ καὶ ἀσπὶς, τοῦτο παρὰ τὸ σπῶ, σπὶς καὶ ἀσπὶς ἡ κυκλοτέρα οὖσα); Eustathius, Comm. Il. vol. 3, p. 675 Van der Valk (Ἔνθα φασὶν οἱ παλαιοί, ὡς οὐ πᾶσαι περιφερεῖς αἱ ἀσπίδες, ὅ ἐστι κατὰ τὸν ποιητὴν εὔκυκλοι, ἀλλ’ εἰσί τινες καὶ σπιδεῖς, ἤγουν ἐπιμήκεις. σπίζω γὰρ τὸ ἐκτείνω, ἀφ’ οὗ σπιδὴς μὲν ἡ ἐπιμήκης, ἀσπὶς δὲ ἡ μὴ πρὸς μῆκος ἐκτεταμένη ἀλλ’ εἰς κύκλον συνηγμένη); Etym. Magnum, Kallierges, p. 157 (Ἀσπίς: Ἀσπὶς σημαίνει δύο· τὸ μὲν ζῷον, ἐπὶ τοῦ ἑρπετοῦ, διὰ τὸ κύκλους ποιεῖν τοῦ σώματος καὶ μὴ ταχέως ἐκτείνειν εἰς μῆκος· ἀπὸ μεταφορᾶς τοῦ ὅπλου· οὕτω γὰρ συστρέψαν ἑαυτὸ πολεμεῖ καὶ μάχεται. Τὸ δὲ ὅπλον, παρὰ τὸ σπῶ, γίνεται σπίζω, τὸ ἐκτείνω καὶ μηκύνω· ὁ μέλλων, σπίσω· ἀποβολῇ τοῦ ω, σπις τὸ μακρόν· παρὰ τὸ ἀποσπᾶσθαι καὶ διατείνεσθαι· μετὰ τοῦ στερητικοῦ α, ἀσπὶς, ἥτις τοῦ μακρὰν εἶναι ἀπήλλακται· εἰς περιφερὲς γὰρ σχῆμα ἔγκειται, τὸ μὴ εἰς ἔκτασιν μεμηκυμμένον, ἀλλ’ εἰς περιφέρειαν κεκυκλωμένον); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 256 (ἀσπίς· τὸ ὅπλον· παρὰ τὸ σπῶ <τὸ> ῥῆμα παράγωγον σπίζω, ὁ μέλλων σπίσω, κατὰ—257, 10 ἔγκειται)

Modern etymology

Unclear. Maybe connected with Hitt. hasp-, Lat. asper "harsh", assuming that it refers first to the leather covering the shield. The name of the snake stems from a metaphor (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

MG has two homonymous words ασπίδα "vipera aspis" and "round shield"

Entry By

Eva Ferrer