ἀ- + ἕπομαι

Validation

No

Last modification

Sun, 03/12/2023 - 16:41

Word-form

ἄσπετος

Transliteration (Word)

aspetos

English translation (word)

unspeakable

Transliteration (Etymon)

a- + hepomai

English translation (etymon)

not + to follow

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *50

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Etymologicum Genuinum

Ref.

alpha 1294

Ed.

F. Lasserre and N. Livadaras, Etymologicum magnum genuinum. Symeonis etymologicum una cum magna grammatica. Etymologicum magnum auctum, vol. 1, Rome: Ateneo, 1976

Quotation

Ἄσπετος· ...ἔστι ῥῆμα μονοσύλλαβον σπῶ, ὅπερ γέγονε παρὰ τὸ ἕπω, τὸ ἀκολουθῶ, ἐξ οὗ τὸ σπᾶσθαι καὶ „ἐπισπᾶσθαι ποσίν“· ῥηματικὸν ὄνομα σπετὸς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄσπετος, οἷον „ἄσπετος αἰθήρ“ (Il. 8.558), ᾧ οὐκ ἄν τις ἐφίκοιτο, δυσπαρακολούθητον διὰ τὸ μέγεθος.

Translation (En)

Aspetos "unspeakable": there is a monosyllabic verb *sp, which comes from hepō, "to follow", from which comes spasthai and "epispasthai posin"; verbal adjective *spetos and with the privative a- aspetos, as in "aspetos aithēr" ["infinite air"] (Il. 8.558): that no one can reach, hard to follow due to its greatness.

Other translation(s)

Aspetos « indicible » : ...il existe un verbe monosyllabique *sp qui est dérivé de hepō, « suivre », d’où vient spasthai et « epispasthai posin » ; adjectif verbal *spetos et avec le a- privatif aspetos, comme dans « aspetos aithēr » [« l’éther infini »] (Il. 8.558) : que personne ne pourrait atteindre, difficile à suivre à cause de sa grandeur.

Comment

The word is correctly parsed as a privative compound of a verbal adjective. The monosyllabic *σπώ, a ghost form, is related to ἕπομαι "to follow", yielding a meaning "impossible to follow", hence "unspeakable"

Parallels

Scholia to Lycophron's Alexandra, scholion 5 (ἄσπετον ἀπλήρωτον πολύν. *Eg. (EM 15651). ἄσπετον πολλὴν ἀπαρακολούθητον, ἐκ τοῦ σπῶ τὸ ἀκολουθῶ ἢ μεταλαμβάνω, ἣν οὐ δύναταί τις μεταλαβεῖν καὶ νοῆσαι ἢ ᾗτινι οὐ δύναταί τις παρακολουθῆσαι διὰ τὸ πλῆθος τῶν λεγομένων); Lexicon αἱμωδεῖν, alpha 210 (ἄσπετος (Γ 373): ἐπὶ μὲν τοῦ ἄσπετος αἰθὴρ (Θ 558, Π 300) παρὰ τὸ ἕπω, τὸ ἀκολουθῶ, σπῶ, ὡς παρὰ τὸ ἔχω σχῶ καὶ ἐξ αὐτοῦ σπετός, καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄσπετος, οἱονεὶ ὁ μὴ δυνάμενος ἀφικέσθαι διὰ τὸ μέγεθος); Etym. Gudianum, alpha, p. 215 (Χοιροβοσκοῦ Ἄσπετος <Jo. Damasc. Canon. iamb. 1, 84>· ἐκ τοῦ ἔπω σπῶ σπετός, ὁ πολύς, καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἄσπετος./Ἄσπετος <Γ 373>· ἐπὶ μὲν τοῦ <Θ 558> „ἄσπετος αἰθήρ“ παρὰ τὸ ἕπω, τὸ ἀκολουθῶ, σπῶ, ὡς παρὰ τὸ ἔχω σχῶ, καὶ ἐξ αὐτοῦ σπετός, καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄσπετος, οἱονεὶ <ὁ μὴ δυνάμενος ἀφικέσθαι διὰ τὸ μέγεθος); Etym. Magnum, Kallierges, p. 156 (Ἄσπετος: Ἔστι ῥῆμα σπῶ· ὅπερ γέγονε παρὰ τὸ ἕπω, τὸ ἀκολουθῶ, ὡς παρὰ τὸ ἔχω, σχῶ· ἐξ οὗ τὸ σπᾶσθαι καὶ ἐπισπᾶσθαι ποσίν); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 256 (ἄσπετον (Lycophr. 5)· † πολύν· <Λυκόφρων> (l. c.)· ἀλλ’ ἄσπετον χέασα παμμιγῆ βοήν. ἔστιν <οὖν> ῥῆμα σπῶ, ὅπερ γέγονε παρὰ τὸ ἕπω, τὸ ἀκολουθῶ, ἐξ οὗ <καὶ> τὸ σπᾶσθαι καὶ (Ξ 521) ἐπισπέσθαι ποσίν, ῥηματικὸν ὄνομα σπετός καὶ ἄσπετος, οἷον (Π 300)· ἄσπετος αἰθήρ, ὃν οὐκ ἄν τις ἐφίκοιτο); Ps-Zonaras, Lexicon, alpha, p. 312 (Ἄσπετον. πολύ. ἀλλ’ ἄσπετον χέασα. [ἔστι ῥῆμα σπῶ. ὥσπερ παρὰ τὸ ἕπω τὸ ἀκολουθῶ. ἐξ οὗ τὸ σπᾶσθαι καὶ ἐπίσπεσθαι ποσί. ῥῆμα ὄνομα σπετὸς καὶ ἄσπετος, οἷον· —ἄσπετος αἰθήρ)

Modern etymology

Privative compound of the verbal adjective -σπετος "spoken" found in θεσπέσιος "spoken by a god", belonging with ἔννεπε "say!", ἕσπετε "say!" (imperative). Cognate with Lat. inquit "said he", Engl. say. PIE *sekw-

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer