ἀποκτείνω

Validation

No

Last modification

Sat, 03/11/2023 - 22:20

Word-form

ἀποκναίω

Transliteration (Word)

apoknaiō

English translation (word)

to scrape

Transliteration (Etymon)

apokteinō

English translation (etymon)

to kill

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *43

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, alpha, p. 23

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

Ἀποκναίω· κτῶ ἐστι ῥῆμα δηλοῦν τὸ φονεύω, ἐξ οὗ τὸ „ἀπέκτατο“ (Ο 437), οὗ παράγωγον κταίνω καὶ ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω· καὶ μεταθέσει τοῦ ν κναίω· καὶ σύνθετον ἀποκναίω.

Translation (En)

Apoknaiō "to scrape": *ktō is a verb which means "to kill", from which comes "apektato" (O 437), from which are derived ktainō and kainō "to kill" by dropping the t, knaiō as well by transposing the n, and apoknaiō as a compound.

Other translation(s)

Apoknaiō « écorcher » : *ktō est un verbe qui signifie « tuer », d’où vient « apektato » (O 437), duquel sont dérivés ktainō et kainō « tuer » par chute du t, knaiō également par transposition du n, et apoknaiō comme composé.

Comment

Derivational etymology relying on a series of formal manipulations, explicit in Orion's wording, and starting from a monosyllabic verb. The meaning "to scrape" is derived from "to kill", which is far-fetched.

Parallels

Lexicon αἱμωδεῖν, alpha 122 (ἀποκναιόμενοι (Procop. De bell. 7, 29, 18): διαφθειρόμενοι, ἀποκοπτόμενοι, ἀπολ<λ>υόμενοι, λυπούμενοι, ὀδυνώμενοι. ἔστι ῥῆμα κτῶ, ὃ σημαίνει τὸ φονεύω, οὗ παράγωγον κταίνω, ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω καὶ μεταθέσει κναίω. τὸ δὲ κτῶ συντάσσεται μετὰ αἰτιατικῆς); Etym. Genuinum, alpha 1054 (Ἀποκναίω· κτῶ ῥῆμα, τὸ δηλοῦν τὸ φονεύω, ἐξ οὗ τὸ Ο 437 ἀπέκτατο· γίνεται παράγωγον κταίνω, καὶ ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω, καὶ καθ’ ὑπέρθεσιν κναίω καὶ ἀποκναίω); Etym. Gudianum, alpha, p. 172 (Ἀποκναιόμενοι <Procop. De bell. 7, 29, 18>· διαφθειρόμενοι, ἀποκοπτόμενοι, ἀπο<λ>λυόμενοι, λυπούμενοι, ὀδυνώμενοι. ἔστι ῥῆμα κτῶ, ὃ σημαίνει τὸ φονεύω, οὗ τὸ παράγωγον κταίνω, ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω, καὶ μεταθέσει κναίω. τὸ δὲ κτῶ συντάσσεται μετὰ αἰτιατικῆς./Ἀποκναίεις· παρὰ τὸ κτῶ κταίνω, ὅθεν καὶ τὸ „ἀπέκτα“, καὶ <ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω καὶ καθ’ ὑπέρθεσιν τοῦ ν κναίω καὶ ἀποκναίω καὶ> ἀποκναίεις); Etym. Magnum, Kallierges, p. 126 (Ἀποκναίωμαι: Ἔστι ῥῆμα κτῶ, δηλοῦν τὸ φονεύω· ἐξ οὗ τὸ ἀπέκτατο· οὗ παράγωγον, κταίνω· καὶ ἀποβολῇ τοῦ τ, καίνω· καὶ καθ’ ὑπερβιβασμὸν, κναίω· καὶ ἀποκναιόμενοι, τὸ διαφθειρόμενοι, ἀποκοπτόμενοι, ἀπολλυόμενοι, λυπούμενοι, ὀδυνώμενοι); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 103 (ἀποκναίω· κτῶ ῥῆμα, τὸ δηλοῦν τὸ φονεύω· <ἀφ’ οὗ κτῆμι,> ἐξ οὗ τὸ <ἔκτατο καὶ> (Ο 437) ἀπέκτατο· <ἐκ τοῦ κτῶ> παράγωγον κταίνω, <ὡς φῶ φαίνω, χρῶ χραίνω, δρῶ δραίνω,> καὶ ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω, καὶ καθ’ ὑπερβιβασμὸν κναίω, <τὸ λυποῦμαι>)

Modern etymology

Within Greek, belongs with κνῆσμα "scrapings", κνῆστις "grater". Cognates in Baltic, Celtic and Germanic. PIE *kneh2- (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer