ἀποκτείνω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Ἀποκναίω· κτῶ ἐστι ῥῆμα δηλοῦν τὸ φονεύω, ἐξ οὗ τὸ „ἀπέκτατο“ (Ο 437), οὗ παράγωγον κταίνω καὶ ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω· καὶ μεταθέσει τοῦ ν κναίω· καὶ σύνθετον ἀποκναίω.
Translation (En)
Apoknaiō "to scrape": *ktō is a verb which means "to kill", from which comes "apektato" (O 437), from which are derived ktainō and kainō "to kill" by dropping the t, knaiō as well by transposing the n, and apoknaiō as a compound.
Other translation(s)
Apoknaiō « écorcher » : *ktō est un verbe qui signifie « tuer », d’où vient « apektato » (O 437), duquel sont dérivés ktainō et kainō « tuer » par chute du t, knaiō également par transposition du n, et apoknaiō comme composé.
Parallels
Lexicon αἱμωδεῖν, alpha 122 (ἀποκναιόμενοι (Procop. De bell. 7, 29, 18): διαφθειρόμενοι, ἀποκοπτόμενοι, ἀπολ<λ>υόμενοι, λυπούμενοι, ὀδυνώμενοι. ἔστι ῥῆμα κτῶ, ὃ σημαίνει τὸ φονεύω, οὗ παράγωγον κταίνω, ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω καὶ μεταθέσει κναίω. τὸ δὲ κτῶ συντάσσεται μετὰ αἰτιατικῆς); Etym. Genuinum, alpha 1054 (Ἀποκναίω· κτῶ ῥῆμα, τὸ δηλοῦν τὸ φονεύω, ἐξ οὗ τὸ Ο 437 ἀπέκτατο· γίνεται παράγωγον κταίνω, καὶ ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω, καὶ καθ’ ὑπέρθεσιν κναίω καὶ ἀποκναίω); Etym. Gudianum, alpha, p. 172 (Ἀποκναιόμενοι <Procop. De bell. 7, 29, 18>· διαφθειρόμενοι, ἀποκοπτόμενοι, ἀπο<λ>λυόμενοι, λυπούμενοι, ὀδυνώμενοι. ἔστι ῥῆμα κτῶ, ὃ σημαίνει τὸ φονεύω, οὗ τὸ παράγωγον κταίνω, ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω, καὶ μεταθέσει κναίω. τὸ δὲ κτῶ συντάσσεται μετὰ αἰτιατικῆς./Ἀποκναίεις· παρὰ τὸ κτῶ κταίνω, ὅθεν καὶ τὸ „ἀπέκτα“, καὶ <ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω καὶ καθ’ ὑπέρθεσιν τοῦ ν κναίω καὶ ἀποκναίω καὶ> ἀποκναίεις); Etym. Magnum, Kallierges, p. 126 (Ἀποκναίωμαι: Ἔστι ῥῆμα κτῶ, δηλοῦν τὸ φονεύω· ἐξ οὗ τὸ ἀπέκτατο· οὗ παράγωγον, κταίνω· καὶ ἀποβολῇ τοῦ τ, καίνω· καὶ καθ’ ὑπερβιβασμὸν, κναίω· καὶ ἀποκναιόμενοι, τὸ διαφθειρόμενοι, ἀποκοπτόμενοι, ἀπολλυόμενοι, λυπούμενοι, ὀδυνώμενοι); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 103 (ἀποκναίω· κτῶ ῥῆμα, τὸ δηλοῦν τὸ φονεύω· <ἀφ’ οὗ κτῆμι,> ἐξ οὗ τὸ <ἔκτατο καὶ> (Ο 437) ἀπέκτατο· <ἐκ τοῦ κτῶ> παράγωγον κταίνω, <ὡς φῶ φαίνω, χρῶ χραίνω, δρῶ δραίνω,> καὶ ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω, καὶ καθ’ ὑπερβιβασμὸν κναίω, <τὸ λυποῦμαι>)
Comment
Derivational etymology relying on a series of formal manipulations, explicit in Orion's wording, and starting from a monosyllabic verb. The meaning "to scrape" is derived from "to kill", which is far-fetched.