ἀμφί + βάλλω

Validation

No

Last modification

Fri, 03/03/2023 - 19:02

Word-form

ἀμφίβληστρον

Transliteration (Word)

amphiblēstron

English translation (word)

what is thrown around

Transliteration (Etymon)

amphi + ballō

English translation (etymon)

about + to throw

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *39

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, alpha, p. 612

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

Ἀμφίβληστρον· παρὰ τὸ βλῶ βλήσω βλῆτρον καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ <***>.

Translation (En)

Amphiblēstron "what is thrown around": from *blō "to throw" blēsō, blētron "hoop" and by adding [s] <***>.

Other translation(s)

Amphiblēstron « ce qu’on jette autour » : de *blō « jeter » blēsōblētron « clou » et avec ajout de [s] <***>.

Comment

Correct compositional etymology.

Parallels

Etym. Genuinum, alpha 738 (Ἀμφίβληστρον (Hes. Scut. 215)· σημαίνει δὲ τὸ δίκτυον. Ὠρίων (612, 26 Werfer) μὲν ἐτυμολογεῖ παρὰ τὸ βάλλω βλῶ βλήσω βλῆτρον καὶ μετὰ τῆς ἀμφί προθέσεως καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ ἀμφίβληστρον. Ἡσίοδος δὲ χρᾶται αὐτῷ εἰς τὴν Ἀσπίδα οὕτως (l. c. 213–215)); Etym. Gudianum, alpha, p. 122 (Ὠρίωνος Ἀμφίβληστρον·  [...] ἀπὸ τοῦ βάλλω κατὰ συγκοπὴν γίνεται βλῶ, ὁ μέλλων βλήσω, βλῆτρον, καὶ μετὰ τῆς ἀμφί προθέσεως καὶ πλεονασμῷ τοῦ ς ἀμφίβληστρον. σημαίνει δὲ τὸ δίκτυον); Etym. Magnum, Kallierges, p. 89 (Ἀμφίβληστρον: Σημαίνει δὲ δίκτυον· παρὰ τὸ βάλλω βλῶ βλήσω βλῆτρον· καὶ μετὰ τῆς ἀμφὶ προθέσεως, καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ, ἀμφίβληστρον); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 446 (ἀμφίβληστρον (Hes. Scut. 215)· τὸ δίκτυον· παρὰ τὸ βλῶ βλήσω <βέβλημαι βέβληται> βλῆτρον, <ὡς πέπληκται πλῆκτρον,> καὶ μετὰ τῆς ἀμφί προθέσεως ἀμφίβληστρον πλεονασμῷ τοῦ σ); Ps.-Zonaras, Lexicon, alpha, p. 156 (Ἀμφίβληστρον. τὸ δίκτυον. [...] [ἢ παρὰ τὸ βάλλω, βαλῶ, βλήσω, βλῆτρον, καὶ μετὰ τῆς ἀμφὶ, πλεονασμῷ τοῦ ς, ἀμφίβληστρον]); Scholia in Lycophronem, scholion 1101 (*ἀμφίβληστρον· δίκτυον. ἀπὸ τοῦ βάλλω κατὰ συγκοπὴν γίνεται τὸ βλῶ, ὁ μέλλων βλήσω βλῆτρον καὶ μετὰ τῆς ἀμφὶ προθέσεως καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι ἀμφίβληστρον*)

Modern etymology

Compound of βάλλω, with the same allomorph of the root as in βλητός "thrown", βέβλημαι etc.

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer