ἀ- + κεράννυμι

Validation

No

Last modification

Thu, 03/02/2023 - 18:52

Word-form

ἄκρατος

Transliteration (Word)

akratos

English translation (word)

unmixed

Transliteration (Etymon)

a- + kerannumi

English translation (etymon)

not + to mix

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. *36

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, alpha, p. 26

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

Ἄκρατος· κερῶ ἐστι ῥῆμα καὶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ, οὗ ὁ μέλλων κράσω καὶ ὄνομα ῥηματικὸν κρατὸς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄκρατος. ἀπὸ δὲ τοῦ αὐτοῦ κρατήρ, ἀφ’ οὗ κιρνᾶται ὁ οἶνος.

Translation (En)

Akratos "unmixed" : kerō "to mix", and *krō by syncopation, is a verb of which the future is krasō and a verbal noun kratos, akratos with the privative a-. From this is made kratēr "crater", out of which the wine is mixed.

Other translation(s)

Akratos « non mélangé » : kerō « mélanger », et *krō par syncope, est un verbe dont le futur est krasō et une forme nominale déverbale kratos, akratos avec le a- privatif. A partir de ce dernier on forme kratēr « cratère », là où on mélange le vin.

Comment

Correct etymology of ἄκρατος as a privative compound with the verbal adjective of κεράω, κεράννυμι.

Parallels

Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, vol. 3, p. 160 (ἌΚΡΑΤΟΣ, παρὰ τὸ κέρω κέρσω, κέκρακα, κέκραμμαι, κέκρασαι, κέκραται, κράτος καὶ ἄκρατος); Epimerismi Homerici Il. 1.470 (κρητῆρας: γέγονε κρατήρ ἐκ τοῦ κερῶ ῥήματος δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων, τὸ σημαῖνον τὸ κερνῶ, καὶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ, ὁ μέλλων κράσω καὶ ῥηματικὸν ὄνομα κρατήρ καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς η κρητήρ. ἐκ δὲ τοῦ κράσω μέλλοντος γέγονε ῥηματικὸν ὄνομα κρατός καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄκρατος προπαροξυτόνως); Lexicon αἱμωδεῖν, alpha 84 (ἄκρητοι (Β 341): [...] γίνεται δὲ ἐκ τοῦ κερῶ, τὸ ἐπιχέω, ὁ μέλλων κεράσω, συγκοπῇ κράσω κρατήρ καὶ κρητήρ. λοιπὸν ἐκ τοῦ κράσω γίνεται κρατός ἄκρατος καὶ ἄκρητος); Etym. Genuinum, alpha 377 (Ἄκρατον (β 341 v. l.)· ἔστι ῥῆμα κερῶ, ὁ μέλλων κεράσω καὶ κατὰ συγκοπὴν κράσω, ῥηματικὸν ὄνομα κρατός καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄκρατος· ἐξ οὗ καὶ κρατήρ, ἀφ’ οὗ κιρνᾶται ὁ οἶνος); Etym. Parvum, alpha 16 (Ἄκρατος· ἔστι ῥῆμα κερῶ, ὁ μέλλων κεράσω, ἐξ οὗ παράγωγον κρῶ κράσω κρατὸς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ <Α> ἄκρατος, κατὰ ἀνάδοσιν τοῦ τόνου, οἱονεὶ ὁ <μὴ> μεμιγμένος); Etym. Gudianum, alpha, p. 72 (Χοιροβοσκοῦ Ἄκρατος· ἔστι ῥῆμα κερῶ, ὁ μέλλων κεράσω, οὗ παράγωγον κρῶ κράσω κρατός καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄκρατος κατὰ ἀνάδοσιν τοῦ τόνου, οἱονεὶ ὁ μὴ μεμιγμένος. καὶ εἰς τὸ Κατ’ ἄκρας); ibid., alpha, p. 74 (Ἄκρητοι <Β 341>· [...] γίνεται δὲ ἐκ τοῦ κερῶ, τὸ ἐπιχέω, ὁ μέλλων κεράσω, συγκοπῇ κράσω, κρατήρ καὶ κρητήρ· λοιπὸν ἐκ τοῦ κράσω γίνεται <κρατός> κρητός καὶ ἄκρητος); Etym. Magnum, Kallierges, p. 51 (Ἄκρατος: Ἔστι ῥῆμα κερῶ· ὁ μέλλων, κεράσω, καὶ κατὰ συγκοπὴν κράσω· ῥηματικὸν ὄνομα, κρατός· καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α, ἄκρατος. Ἐξ οὗ καὶ κρατήρ· ἀφ’ οὗ κιρνᾶται ὁ οἶνος./Ἄκρητος: [...] Γίνεται ἐκ τοῦ κερῶ, τὸ ἐπιχέω, κεράσω κράσω, κρατὴρ καὶ κρητὴρ, ὡς ἄκρατος ἄκρητος); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 236 (ἄκρητος (Δ 159)· ἐκ τοῦ κερῶ, τὸ ἐπιχέω, ὁ μέλλων κεράσω, συγκοπῇ κράσω, κρατήρ καὶ κρητήρ· ἐκ δὲ τοῦ κεράσω γίνεται κρατός ἄκρατος καὶ ἄκρητος); ibid., vol. 1, p. 240 (ἄκρατον· ἔστι ῥῆμα <κεράω> κερῶ, κεράσω ὁ μέλλων καὶ κατὰ συγκοπὴν κράσω, <ὁ παρακείμενος κέκρακα,> ὁ παθητικὸς παρακείμενος κέκραμαι <κέκρασαι>, τὸ τρίτον κέκραται καὶ ἐξ αὐτοῦ ὄνομα ῥηματικὸν κράτος—241, 16 ἀφ’ οὗ ὁ οἶνος κιρνᾶται); Ps.-Zonaras, Lexicon, alpha, p. 101 (Ἄκρητος. ὁ ἄκρατος. ἐκ τοῦ κερῶ, κεράσω· συγκοπῇ κράσω, κρατὴρ καὶ κρητήρ. ἐκ δὲ τοῦ κεράσω, κρατὸς, ἄκρατος καὶ ἄκρητος)

Modern etymology

Privative compound of the verbal adjective of κεράννυμι

Persistence in Modern Greek

Yes, as a learned word

Entry By

Eva Ferrer