ἀ- + κεράννυμι
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Ἄκρατος· κερῶ ἐστι ῥῆμα καὶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ, οὗ ὁ μέλλων κράσω καὶ ὄνομα ῥηματικὸν κρατὸς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄκρατος. ἀπὸ δὲ τοῦ αὐτοῦ κρατήρ, ἀφ’ οὗ κιρνᾶται ὁ οἶνος.
Translation (En)
Akratos "unmixed" : kerō "to mix", and *krō by syncopation, is a verb of which the future is krasō and a verbal noun kratos, akratos with the privative a-. From this is made kratēr "crater", out of which the wine is mixed.
Other translation(s)
Akratos « non mélangé » : kerō « mélanger », et *krō par syncope, est un verbe dont le futur est krasō et une forme nominale déverbale kratos, akratos avec le a- privatif. A partir de ce dernier on forme kratēr « cratère », là où on mélange le vin.
Parallels
Choeroboscus, Epimerismi in Psalmos, vol. 3, p. 160 (ἌΚΡΑΤΟΣ, παρὰ τὸ κέρω κέρσω, κέκρακα, κέκραμμαι, κέκρασαι, κέκραται, κράτος καὶ ἄκρατος); Epimerismi Homerici Il. 1.470 (κρητῆρας: γέγονε κρατήρ ἐκ τοῦ κερῶ ῥήματος δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων, τὸ σημαῖνον τὸ κερνῶ, καὶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ, ὁ μέλλων κράσω καὶ ῥηματικὸν ὄνομα κρατήρ καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς η κρητήρ. ἐκ δὲ τοῦ κράσω μέλλοντος γέγονε ῥηματικὸν ὄνομα κρατός καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄκρατος προπαροξυτόνως); Lexicon αἱμωδεῖν, alpha 84 (ἄκρητοι (Β 341): [...] γίνεται δὲ ἐκ τοῦ κερῶ, τὸ ἐπιχέω, ὁ μέλλων κεράσω, συγκοπῇ κράσω κρατήρ καὶ κρητήρ. λοιπὸν ἐκ τοῦ κράσω γίνεται κρατός ἄκρατος καὶ ἄκρητος); Etym. Genuinum, alpha 377 (Ἄκρατον (β 341 v. l.)· ἔστι ῥῆμα κερῶ, ὁ μέλλων κεράσω καὶ κατὰ συγκοπὴν κράσω, ῥηματικὸν ὄνομα κρατός καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄκρατος· ἐξ οὗ καὶ κρατήρ, ἀφ’ οὗ κιρνᾶται ὁ οἶνος); Etym. Parvum, alpha 16 (Ἄκρατος· ἔστι ῥῆμα κερῶ, ὁ μέλλων κεράσω, ἐξ οὗ παράγωγον κρῶ κράσω κρατὸς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ <Α> ἄκρατος, κατὰ ἀνάδοσιν τοῦ τόνου, οἱονεὶ ὁ <μὴ> μεμιγμένος); Etym. Gudianum, alpha, p. 72 (Χοιροβοσκοῦ Ἄκρατος· ἔστι ῥῆμα κερῶ, ὁ μέλλων κεράσω, οὗ παράγωγον κρῶ κράσω κρατός καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄκρατος κατὰ ἀνάδοσιν τοῦ τόνου, οἱονεὶ ὁ μὴ μεμιγμένος. καὶ εἰς τὸ Κατ’ ἄκρας); ibid., alpha, p. 74 (Ἄκρητοι <Β 341>· [...] γίνεται δὲ ἐκ τοῦ κερῶ, τὸ ἐπιχέω, ὁ μέλλων κεράσω, συγκοπῇ κράσω, κρατήρ καὶ κρητήρ· λοιπὸν ἐκ τοῦ κράσω γίνεται <κρατός> κρητός καὶ ἄκρητος); Etym. Magnum, Kallierges, p. 51 (Ἄκρατος: Ἔστι ῥῆμα κερῶ· ὁ μέλλων, κεράσω, καὶ κατὰ συγκοπὴν κράσω· ῥηματικὸν ὄνομα, κρατός· καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α, ἄκρατος. Ἐξ οὗ καὶ κρατήρ· ἀφ’ οὗ κιρνᾶται ὁ οἶνος./Ἄκρητος: [...] Γίνεται ἐκ τοῦ κερῶ, τὸ ἐπιχέω, κεράσω κράσω, κρατὴρ καὶ κρητὴρ, ὡς ἄκρατος ἄκρητος); Etym. Symeonis, vol. 1, p. 236 (ἄκρητος (Δ 159)· ἐκ τοῦ κερῶ, τὸ ἐπιχέω, ὁ μέλλων κεράσω, συγκοπῇ κράσω, κρατήρ καὶ κρητήρ· ἐκ δὲ τοῦ κεράσω γίνεται κρατός ἄκρατος καὶ ἄκρητος); ibid., vol. 1, p. 240 (ἄκρατον· ἔστι ῥῆμα <κεράω> κερῶ, κεράσω ὁ μέλλων καὶ κατὰ συγκοπὴν κράσω, <ὁ παρακείμενος κέκρακα,> ὁ παθητικὸς παρακείμενος κέκραμαι <κέκρασαι>, τὸ τρίτον κέκραται καὶ ἐξ αὐτοῦ ὄνομα ῥηματικὸν κράτος—241, 16 ἀφ’ οὗ ὁ οἶνος κιρνᾶται); Ps.-Zonaras, Lexicon, alpha, p. 101 (Ἄκρητος. ὁ ἄκρατος. ἐκ τοῦ κερῶ, κεράσω· συγκοπῇ κράσω, κρατὴρ καὶ κρητήρ. ἐκ δὲ τοῦ κεράσω, κρατὸς, ἄκρατος καὶ ἄκρητος)
Comment
Correct etymology of ἄκρατος as a privative compound with the verbal adjective of κεράω, κεράννυμι.