ψάω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Ψιάδες· ... ὁ δὲ Φιλόξενός φησιν, ὅτι ψῶ ἐστι ῥῆμα καὶ παράγωγον ψαύω καὶ ψίω, ἀφ’ οὗ ψιάς, ἡ κατὰ λεπτὸν τοῦ ὕδατος ἔκδοσις, ὡς λάμπω λαμπάς, ἴλλω ἰλλάς· „ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα βίῃ δήσαντες ἄγουσιν“ (Ν 572). ψῶ δὲ ῥῆμα, ὅθεν τὸ καταψᾶν. οὕτως ἐν τῷ Περὶ μονοσυλλάβων ῥημάτων Φιλόξενος.
Translation (En)
Psiades "drops" : ...Philoxenus says that psō "to rub" is a verb and that [from it] are derived psauō "to touch" and psiō "to chew", from which comes psias, the delivery of water in small amounts, just as lampas "torch" from lampō "to shine" and illas "rope" from illō "to turn": "illasin ouk ethelonta biēi dēsantes agousin" ["[that they] have bound with twisted withes and drag with them perforce"] (N 572). And the verb psō is where katapsan comes from. That is what Philoxenus says in the On monosyllabic verbs.
Other translation(s)
Psiades « gouttes » : Philoxène dit que psō « gratter » est un verbe et qu’en sont dérivés psauō « toucher » et psiō « déchirer », à partir duquel est fait psias, la production d’eau en petite quantité, comme lampas « flambeau » à partir de lampō « briller » et illas « corde » à partir de illō « rouler » : « illasin ouk ethelonta biēi dēsantes agousin » [« [qu'ils] ont lié malgré lui avec des cordes et entraînent de force »] (N 572). Et du verbe psō, on fait katapsan « caresser ». Voilà ce qu’écrit Philoxène dans le Des verbes monosyllabiques.
Parallels
Scholia in Theocritum, 1d (ψιθύρισμα: μέλισμα, μέλος, λάλημα, ὅθεν καὶ τὸ ψίθυρος ὁ λάλος. ἡ δὲ φωνὴ τῶν κατὰ μίμησιν, καθάπερ καὶ τὸ κελαρύζειν. Ὅμηρος (Φ 261)· ‘κατειβόμενον κελαρύζει’. γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ ψίω τὸ λεπτύνω, ἐξ οὗ καὶ ψιὰς παρ’ Ὁμήρῳ (Π 459)); ibid., 1f (γίνεται δὲ καὶ τὸ ψίω ἀπὸ τοῦ ψῶ ἢ ἀπὸ τοῦ ψαύω, ἀφ’ οὗ ψιὰς ἡ κατὰ λεπτὸν τοῦ ὕδατος ἔκδοσις, ὡς λάμπω λαμπάς, ἴλλω ἰλλάς· Ὅμηρος (Ν 572)· ‘ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα’· οἱ δὲ παρὰ τὸ ψίσω τὸ ποτίσω); Lexicon αἱμωδεῖν, tau 6 (ψίω, τὸ λεπτύνω, καὶ ψιάω διαφέρουσι, ἐξ οὗ καὶ ψιάς (σημαίνει γὰρ τὸ παράγωγον ἐλάττονά τινα οὐσίαν οὑτινοσοῦν ὑποκειμένου)); ibid., psi 5 (ψιάδες (cf. Π 459): [...] ὁ δὲ Φιλόξ⸤ενος⸥ (fr. 31) ὅτι ψῶ ἐστι ⸤ῥῆμα, ὅθεν τὸ κατα⸥ψᾶν (Ar. Pac. 75), καὶ παράγωγον ψαύω καὶ ψίω, ἀφ’ οὗ ψιάς, ἡ ⸤κατὰ⸥ λεπτὸν τοῦ ὕδατος ἔκδοσις, ὡς λάμπω λαμπάς, ⸤ἴ⸥λλω ἰλλάς· ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα (Ν 572)· τὸ γὰρ ψίω καὶ τὸ ἐλαττοῦν. οἱ δὲ παρὰ τὸ ψίζω, τὸ ποτίζ⸤ω⸥); Etym. Gudianum, tau, p. 529 (ψίω τὸ λεπτύνω καὶ ψιάω διαφέρει καὶ ψιάς· σημαίνει δὲ τὸ παράγωγον ῥῆμα ἐλάττονά τινα οὐσίαν, οὗ τινος οὖν ὑποκειμένου); ibid., psi, p. 573 (Ψιάδες, [...] Φιλόξενος, ὅτι ψῶ ἐστι ῥῆμα, ὅθεν καὶ κατασπᾷν, καὶ παράγωγον ψαύω καὶ ψίω, ἀφ’ οὗ καὶ ψιὰς, ἡ κατὰ λεπτὸν τοῦ ὕδατος ἔκδοσις, ὡς λάμπω λαμπὰς, ἴλλω ἰλλὰς, ἰλασία οὐκ ἔθετο. τὸ γὰρ ψίω καὶ ἐλαττοῦν. οἱ δὲ παρὰ τὸ ψίσω τὸ ποτίσω); Eustathius, Comm. Il. vol. 3, p. 884 (Ψιὰς δὲ ἡ καὶ ψεκὰς [καὶ ἐέρση] ἀπὸ τοῦ ψίω ἀρρήτου γίνεται ῥήματος, [ἀφ’ οὗ καὶ ὁ ψιλός]. ὥσπερ ἀπὸ ἑτέρου ὁμοίου τοῦ ψίχω ἡ ψὶξ καὶ ἀπὸ τοῦ ψέω ἡ ψεκάς, ἴσως δὲ καὶ ἡ ψεδνὴ θρίξ. ὁμοίως καὶ ἀπὸ τοῦ ψῶ ψωμός, ἄρτου κόμμα); Etym. Magnum, Kallierges, p. 818 (Ψῶ καὶ ψίω, τὸ λεπτύνω· καὶ ψιάω· ἐξ οὗ καὶ ψιάς); ibid., Kallierges, p. 818 (Ψιάδες: [...] ὁ δὲ Φιλόξενος, ἔστι ψῶ ῥῆμα· παράγωγον, ψίω, τὸ λεπτύνω καὶ ἐλαττῶ· ἀφ’ οὗ ψιὰς, ἡ κατὰ λεπτὸν τοῦ ὕδατος ἔκδοσις. Ὡς λάμπω λαμπὰς, ἴλλω ἰλλὰς, οὕτω ψίω ψιὰς, ἡ κατ’ ὀλίγον κατερχομένη δρόσος. Οἱ δὲ, παρὰ τὸ ψίσω, τὸ ποτίσω)
Comment
Derivational etymology relying on the formal similarity between ψιάς, ψίω, ψῆν. The formal derivation is justified with an analogical parallel. The semantic relationship is rather loose.