κνάω

Validation

No

Last modification

Fri, 02/17/2023 - 20:17

Word-form

κναφεύς

Transliteration (Word)

knapheus

English translation (word)

fuller

Transliteration (Etymon)

knaō

English translation (etymon)

to scrape

Author

Philoxenus

Century

1 BC

Reference

fr. 11

Edition

C. Theodoridis, Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos [Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker (SGLG) 2. Berlin: De Gruyter, 1976

Source

Orion

Ref.

Etymologicum, kappa, p. 85

Ed.

F.W. Sturz, Orionis Thebani etymologicon, Leipzig: Weigel, 1820 (repr. Hildesheim: Olms, 1973): 1-172

Quotation

Κναφεύς· παρὰ τὸ κνάπτω, ὅπερ ἐστὶν ἀπὸ τοῦ κνῶ, τὸ ξύω· ξύουσι γὰρ τὴν τῶν ἀκνάπτων ἱματίων κροκύδα. οὕτως Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ μονοσυλλάβων ῥημάτων.

Translation (En)

Knapheus "fuller" from knaptō, which comes from knō, "to scrape"; because you scrape the fuzz from new [aknaptōn "not carded"] clothes. That is what Philoxenus says in his On monosyllabic verbs.

Other translation(s)

Knapheus "foulon", de knaptō, qui vient de knō, « gratter, frotter »; car on gratte le duvet des vêtements neufs [aknaptōn « qui n’ont pas été cardés »]. Voilà ce qu’écrit Philoxène dans le Des verbes monosyllabiques.

Comment

Philoxenus provides here a two-storey etymology: κναφεύς is derived from κνάπτω, itself derived from κνάω. The derivation of κναφεύς from κνάπτω is phonetically straightforward, and follows the general rule that for Greek grammarians nouns were derived from verbs rather than the other way round.

Parallels

Hérodien, De prosodia catholica, Gr. Gr. vol. 3.1 p. 446 (Γναφεύς· κοινῶς διὰ τοῦ γ, Ἀττικῶς δὲ διὰ τοῦ κ. κνάφος δέ ἐστιν ἀκανθῶδές τι, ᾧ ξύουσι τὰ ἱμάτια. παρὰ τὸ κνῶ, ὅ ἐστι ξύω. καὶ ζήτει ἐν τῷ κναφεύς); Suda, gamma 329 (); ibid. kappa 1855 (Κναφεύς: παρὰ τὸ κνῶ, τὸ ξύω. Ὅμηρος· ἐπὶ δ’ αἴγειον κνῇ τυρὸν κνήστι χαλκείῃ. γναφεὺς δὲ παρὰ τὴν τοῦ φάρους γνάψιν· ἥτις ἐστὶ παρὰ τὸ γανὸν καὶ λαμπρόν. καὶ ἔστι τὸ μὲν διὰ τοῦ γ κοινόν, τὸ δὲ διὰ τοῦ κ Ἀττικόν); Etym. Gudianum, kappa, p. 330 (Κναφεὺς, παρὰ τὸ κάμπτω, ὅπερ ἐστιν ἀπὸ τοῦ κνῶ τὸ ξύω· ξύουσι γὰρ τὴν τῶν ἀκνάπτων ἱματίων κροκίδα· οὕτως Φίλος ἐν τῷ περὶ μονοσυλλάβων ῥημάτων· ἐὰν δὲ διὰ τοῦ γ γναφεὺς, παρὰ τὸ κάμπτω γάμπτω καὶ γνάμπτω, γναφεύς); Eusthatius, Comm. Il. vol.1, p. 231 (ἢ ἐκ τοῦ κνῶ, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ «αἴγειον κνῆ τυρόν», γενέσθαι κνάπτω τὸ παρὰ Σοφοκλεῖ καὶ κνάμπτω καὶ τροπῇ γνάμπτω. διὸ καὶ κναφεὺς ὁ αὐτὸς καὶ γναφεύς. τοῦ δὲ κνάμπτω κοινότερον τὸ κάμπτω ἐκδραμόντος τοῦ ν. ὡς δὲ ὁ γομφίος ἐκ τοῦ γνάμπτω παρῆκται τροπῇ τοῦ α εἰς ο, δι’ οὗ κάμπτεται ἡ τροφή, δηλοῦσιν οἱ παλαιοί]); Eusthatius, Comm. Od. vol. 2, p. 54 (ὁμοίως δὲ ἐκ τοῦ κνῶ λέγει καὶ τὸ κνάπτειν γίνεσθαι. ὡς γὰρ ῥῶ ῥάπτω τὸ τὰ διαλελυμένα εἰς ῥῶσιν ἄγω, καὶ βῶ βάπτω τὸ ἐμβιβάζω ποι τὸ ἐνιέμενον, καὶ θῶ θάπτω τὸ ἀποτίθημι εἰς ταφὴν, οὕτω καὶ κνῶ κνάπτω. ἀφ’ οὗ κνάφος φυτὸν ἀκανθῶδες. ᾧ τὰ ἄθικτά, φησιν, ἱμάτια ἐπισύροντες κατεργάζονται. τὸ δ’ αὐτὸ καὶ γνάπτω. ὅθεν καὶ ὁ κναφεὺς καὶ γναφεὺς ὁ αὐτός); Etym. Magnum, Kallierges, p. 521 (Κναφεύς: Παρὰ τὸ κνάπτω· ὅπερ ἐστὶν ἀπὸ τοῦ κνῶ, τὸ ξύω· ξύουσι γὰρ τὴν τῶν ἀκνάπτων ἱματίων κροκύδα. Οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ Μονοσυλλάβων ῥημάτων); Ps.-Zonaras, Lexicon, kappa, p. 1222 (Κναφεύς. ὁ τὰ δέρματα ξύων. παρὰ τὸ κνάπτω, ὅπέρ ἐστιν ἀπὸ τοῦ κνῶ, τὸ ξύω.); Scholia in Aristophanem, scholia in Plutum v. 166 (κναφεὺς μὲν παρὰ τὸ κνῶ, ὃ σημαίνει τὸ ξύω. Ὅμηρος [Il. Λ, 638] «ἐπὶ δ’ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνήστι χαλκείῃ»)

Modern etymology

Κναφεύς belongs with κνάπτω. A relationship with κναίω, κνῆν is possible but not certain (Beekes, EDG, argues against it)

Persistence in Modern Greek

No

Entry By

Eva Ferrer