ἄριστος

Validation

No

Last modification

Fri, 12/30/2022 - 15:10

Word-form

ἀριστερά

Transliteration (Word)

aristera

English translation (word)

left, left hand

Transliteration (Etymon)

aristos

English translation (etymon)

best

Author

Apollonius Soph.

Century

1 AD

Source

Idem

Ref.

Lexicon homericum, p. 142

Ed.

I. Bekker, Apollonii Sophistae lexicon Homericum, Berlin, 1833

Quotation

ὕστερον δ’ ἐκλήθη κατ’ εὐφημισμὸν ἀριστερὰ καὶ εὐώνυμος.

Translation (En)

Later on it was called aristera "best" hand, and euōnumos "with a good name", by euphemism

Comment

Derivational etymology, correct from the modern point of view, and found in most sources

Parallels

Soranus (see Etym. Gudianum Additamenta); Orion, Etymologicum, lambda, p. 92 (ἀριστερὰ δὲ καὶ εὐώνυμος, ἢ κατ’ ἀντίφρασιν, ἢ κατ’ εὐφημισμόν); Orion, Etymologicum (excerpta e cod. Darmstadino 2773), alpha, p. 612 (ἀριστερὰ κατ’ εὐφημισμόν· ὅθεν καὶ ἡ εὐώνυμος); Hesychius, Lexicon, sigma 796 (ἀριστερὰ δὲ καὶ εὐώνυμος κατ’ εὐφημισμὸν λέγεται); Meletius, De natura hominis, p. 123 (ἀριστερὰ δὲ καὶ εὐώνυμος κατ’ εὐφημισμόν· ἐκ τοῦ ἄριστος γὰρ γίνεται ἀριστερὰ, καὶ ἐκ τοῦ καλώνυμος, εὐώνυμος· ἢ ἀριστερὰν καλοῦμεν τὴν οὐκ οὖσαν ἀρίστην, ἀλλὰ τῇ ἑτέρᾳ ὑπηρετοῦσαν); Etym. Genuinum, alpha 1179 (Ἀριστερά· ἀπὸ τοῦ ἄριστος ἀριστερός καὶ ἀριστερά, ὥσπερ φόβος, φοβερός φοβερά. ἔστι δὲ κατ’ εὐφημισμόν, ὥσπερ καὶ εὐώνυμος ὀνομάζεται ἡ αὐτή, οἱονεὶ ἡ καλώνυμος); Etym. Gudianum, alpha, p. 196 (Ἀριστερός· παρὰ τὸ ἄριστος κατ’ εὐφημισμόν, ὡς εὐώνυμος); ibid., lambda, p. 361 (ἀριστερὰ δὲ καὶ εὐώνυμος, κατ’ ἀντίφρασιν, ἢ κατ’ εὐφημισμόν); Etym. Gudianum Additamenta, alpha, p. 196 (Ἀριστερά· ἡ χείρ. εἴρηται, ὡς Χρύσιππος <fr. deest ap. Arnim>, ⟦ἀπὸ⟧ τοῦ αἴρω, ἐπειδὴ τὰ πολλὰ τῶν φορτίων βαστάζομεν ἐπὶ τοῦ ὤμου δι’ αὐτῆς. βέλτιον δὲ κατ’ εὐφημισμόν, ὡς πρὸς τὴν δεξιὰν ἀριστοτέρα τις οὖσα· καὶ γὰρ εὐώνυμος καλεῖται. οὕτω Σωρανός); Eustathius, Comm. Od. 1, 31 Stallbaum (ἄλλως δὲ ὅμως εὐφημότερον κατακιρνῶντες τὴν φαυλότητα τοῦ πράγματος χρηστότητι κλήσεως, ἀριστερά τε ἐκάλουν τὰ λαιὰ ἐκ τοῦ ἀρίστου παρονομάζοντες αὐτά. ὡσαύτως καὶ εὐώνυμα, διὰ τὸ ἀγαθοῦ τυχεῖν ὀνόματος. τοῦ ἀρίστου δηλαδὴ ἐξ οὗ παρονομάζεται τὸ ἀριστερόν. καὶ ἔστι τὸ σχῆμα, εὐφημισμός); Etym. Magnum, Kallierges, p. 143 (Ἀριστερός: Ἀπὸ τοῦ ἄριστος ἀριστερὸς καὶ ἀριστερὰ, ὥσπερ φόβος φοβερὸς φοβερά. Ἔστι δὲ   κατ’ εὐφημισμὸν, ὥσπερ καὶ εὐώνυμος ὀνομάζεται ἡ αὐτὴ, οἱονεὶ ἡ καλώνυμος. | Ἀριστερά: Τὴν εὐώνυμον, τὴν ἀριστερὰν καλουμένην, τὴν οὐκ οὖσαν ἀρίστην, ἀλλὰ τῇ ἑτέρᾳ ὑπηρετοῦσαν. Ἔστι δὲ ἢ κατὰ ἀντίφρασιν, ἢ κατὰ εὐφημισμόν); Etym. Symeonis, epsilon 1003 (Εὐώνυμος· κατ’ εὐφημισμὸν τὴν εὐώνυμον, τὴν καὶ ἀριστερὰν καλουμένην, οὐκ οὖσαν ἀρίστην· ἀλλὰ τῇ ἑτέρᾳ ὑπηρετοῦσαν· παρὰ τὸ ἄριστος δὲ ἀριστερός, ὡς παρὰ τὸ φόβος φοβερός); Ps.-Zonaras, Lexicon, alpha, p. 198 (Ἀριστερά. ἀπὸ τοῦ ἄριστος, ἀριστερὸς, ἀριστερὰ, ὡς φόβος, φοβερὸς, φοβερά. ἔστι δὲ καὶ κατ’ εὐφημισμὸν, ὥσπερ καὶ εὐώνυμος λέγεται ἡ αὐτή); ibid., epsilon, p. 914 (Εὐώνυμος. κατ’ εὐφημισμὸν τὴν ἀριστερὰν καλουμένην, τὴν οὐκ οὖσαν ἀρίστην, ἀλλὰ τῇ ἑτέρᾳ ὑπηρετοῦσαν. παρὰ τὸ ἄριστος ἀριστερὸς, ὡς φόβος, φοβερός); Lexicon αἱμωδεῖν, lambda 7-8 (λαιόν (Agath. Histt. 3,26, 8 vel 4,2,1): ἀριστερόν· καὶ λαιὰ χείρ: ἡ ἀριστερά· παρὰ τὸ λελιάσθαι καὶ κεχωρίσθαι τῶν πράξεων. ἀριστερὰ δὲ καὶ εὐώνυμος κατὰ ἀντίφρασιν ἢ κατὰ εὐφημισμόν)

Modern etymology

Euphemic name of the left (hand), derived from ἄριστος "best" with the opposite suffix *-(t)ero- (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

Yes

Entry By

Le Feuvre