ἀήρ + τηρέω

Validation

No

Last modification

Fri, 12/23/2022 - 11:52

Word-form

ἀρτηρία

Transliteration (Word)

artēria

English translation (word)

artery

Transliteration (Etymon)

aēr + tēreō

English translation (etymon)

air + to watch over

Author

Pseudo-Galen

Century

post 2 AD

Source

Idem

Ref.

De pulsibus ad Antonium disciplinae studiosum ac philosophum, p. 630

Ed.

C.G. Kühn, Claudii Galeni opera omnia, vol. 19, Leipzig: Knobloch, 1830 (repr. Hildesheim: Olms, 1965)

Quotation

ἀρτηρία δὲ εἴρηται παρὰ τὸ τηρεῖν τὸν ζωτικὸν ἀέρα

Translation (En)

It is called artēria "artery", from the fact it keeps (tēreîn) the breath of life (zōtikon aera)

Comment

Composiitonal etymology implying a contraction of ἀερ- > ἀρ-. This etymology is the consequence of the Greek belief that veins were blood vessels but arteries were carrying air, not blood. In Orion and the Byzantine Etymologica ἀήρ is substituted by the synonym πνεῦμα and the real etymon is implicit (elliptic etymology)

Parallels

Orion, Etymologicum, alpha, p. 17 (Ἀρτηρία, οἷον ἀεροτηρία, ἀπὸ τοῦ περιέχειν τὸ πνεῦμα καὶ τηρεῖν. δύναται καὶ κατὰ μετάθεσιν τοῦ λ εἰς ρ, οἷον ἀλτηρία παρὰ τὴν ἄλσιν); idem, Etymologicum (excerpta e cod. Darmstadino 2773), p. 612 (ἀρτηρία. ἤγουν ἀεροτηρία τὶς οὖσα παρὰ τὸ ἔχειν τὸ πνεῦμα καὶ τηρεῖν); Meletius, De natura hominis, p. 81 (καὶ ἀρτηρία μὲν, οἷον, ἀεροτηρία, ἀπὸ τοῦ περιέχειν καὶ τηρεῖν τὸ πνεῦμα· ἁλτηρία δὲ, παρὰ τὸ ἅλλεσθαι· ἡ ἀεὶ ἁλλομένη καὶ πηδῶσα); Leo Medicus, De natura hominum synopsis 50 (ἀρτηρία δὲ λέγεται ἐκ τοῦ τηρεῖν τὸν ἀέρα, ἀερωτηρ<ία>); Etym. Genuinum, alpha 1243 (Ἀρτηρία (Soph. Trach. 1054)· Σοφοκλῆς (l. c. 1054–1055)· πνεύμονός τ’ ἀρτηρίης | ῥοφεῖ συνοικοῦν. εἴρηται δὲ παρὰ <τὸ> τὸν ἀέρα τηρεῖν, τουτέστιν τὸ πνεῦμα, ἀεροτηρία τις οὖσα· πνεύματος γάρ ἐστι δεκτική, ὥσπερ ἡ φλὲψ αἵματος. οὕτως Δίδυμος ὁ νεώτερος (cf. p. 2, 24 Schmidt)· φασὶ γὰρ ἰατρῶν παῖδες φλέβα μὲν αἵματος, ἀρτηρία δὲ πνεύματος ἀγγεῖον. ἢ † ἀντηρία τις οὖσα, ὅτι ἅλλεσθαι δοκεῖ παλμοὺς ποιοῦσα. οὕτως Σωρανός); Etym. Gudianum, alpha, p. 208 (Ἀρτηρία· οἷον ἀεροτηρία τις οὖσα, ἐν ᾗ ὁ ἀὴρ τηρεῖται· πνεύματος γάρ ἐστι δεκτική, ὥσπερ ἡ φλὲψ αἵματος. οὕτω Δίδυμος ὁ νεώτερος· φασὶ γὰρ ἰατρῶν παῖδες φλέβα μὲν αἵματος, ἀρτηρίαν δὲ πνεύματος ἀγγεῖον. ἢ ἁλτηρία τις οὖσα, ὅτι ἅλλεσθαι δοκεῖ παλμοὺς ποιοῦσα. οὕτω Σωρανός. | Ἀρτηρία· οἷον ἀ<ε>ρ<ο>τηρία ἀπὸ τοῦ περιέχειν τὸ πνεῦμα καὶ τηρεῖν. δύναται καὶ κατὰ μετάθεσιν τοῦ λ εἰς ρ, οἷον ἁλτηρία, παρὰ τὴν ἅλσιν); Philaretus, De pulsuum scientia 47 (καὶ πόθεν λέγεται ἀρτηρία; ἀπὸ τοῦ ἀέρα τηρεῖν τουτέστιν ἀέρα ζωτικόν); Joannes Mauropus, Etymologica nominum 234-236 (ἀρτηρία ψύχοντος ἀέρος πόρος, | ἡ φλὲψ δὲ τοῦ θάλποντος αἵματος πλέον, | τηροῦσιν ἔνδον, οὗ τὸ θερμόν, ὡς φλέγον); Etym. Magnum, Kallierges, p. 150 (Ἀρτηρία: Παρὰ τὸ τὸν ἀέρα (τουτέστι τὸ πνεῦμα) τηρεῖν, ἀεροτηρία τις οὖσα· πνεύματος γὰρ   ἐστὶ δεκτικὴ, ὥσπερ ἡ φλὲψ αἵματος· ἀρτηρία δὲ πνεύματος ἀγγεῖον. Ἢ ἁλτηρία τὶς οὖσα· ὅτι ἅλλεσθαι δοκεῖ, παλμοὺς ποιοῦσα); Ps.-Zonaras, Lexicon, alpha, p. 300 (Ἀρτηρία. παρὰ τὸ τὸν ἀέρα τηρεῖν, τουτέστι τὸ πνεῦμα, ἀεροτηρία τὶς οὖσα· πνεύματος γάρ ἐστι δεκτική); Schol. Aristophanem, Ran. 259b (Tzetzes) (ὁ μὲν εἷς λαμβάνει τὰς τροφάς, ὁ δὲ ἕτερος ἀναπνευστικός, ὅστις καλεῖται καὶ τραχεῖα ἀρτηρία, ἀπὸ τοῦ τηρεῖν τὸν ἀέρα ἤτοι τὸ πνεῦμα)

Modern etymology

Derivative of ἀείρω "to bind", like ἀορτή, ἀρτάω (Beekes, EDG)

Persistence in Modern Greek

Yes

Entry By

Le Feuvre