ἀνθέω
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
ἀνθερεών ὁ ὑπὸ τὸ γένειον τόπος, ἀφ’ οὗ ἄρχεται ἀνθεῖν τὸ γένειον.
Translation (En)
Anthereōn is the place below the chin, where the chin starts to blossom (antheîn)
Parallels
Pollux, Onomasticon 2.98 (ἀνθερεὼν ἀπὸ τοῦ θριξὶν ἀνθεῖν); D Schol. Il. 1.501 (Ἀνθερεῶνος. Τοῦ ὑπὸ τὸ γένειον τόπου. παρὰ τὴν ἐξάνθησιν τῶν τριχῶν); Etym. Genuinum, alpha 886 (Ἀνθερεών Α 501· ὁ ἐπὶ τοῦ γενείου τόπος· εἴρηται δὲ ἤτοι διὰ τὸ αὐτὸν θορεῖν τὸ πνεῦμα. ἢ ἐνθερεών τις ὤν, ὅτι κατὰ τὴν ἔνθεσιν τῆς τροφῆς κινεῖται ἐν τῷ καταπίνειν. οἱ δὲ παρὰ τὴν ἄνθησιν τῶν τριχῶν· διὸ καὶ κατηγοροῦσι τοῦ Εὐφορίωνος εἰπόντος (fr. 92, 1 Powell = fr. 114, 1 Cuenca)· ‘τέκνον, μὴ σύ γε μητρὸς ὑπ’ ἀνθερεῶνος ἀμήσῃς’); Epimerismi homerici Il. 1.501c (ἀνθερεῶνος: εἴρηται ἀνθερεών παρὰ τὴν ἄνθησιν τῶν τριχῶν, | φυλάττει δὲ τὸ ω ἐπὶ τῆς γενικῆς, ὡς περιεκτικόν); Joannes Mauropus, Etymologica nominum 191 (ἀνθερεὼν ἀνθεῖ δὲ τὸ τριχῶν θέρος); Etym. Gudianum, alpha, p. 146 (Ἀνθερεών· παρὰ τὸ ἐκεῖ πρῶτον ἐξανθεῖν τὸ γένειον· ἢ παρὰ τὴν ἄνθησιν τῶν τριχῶν); Eustathius, Comm. Il. 1, 218 Van der Valk (ἔστι δὲ ἀνθερεὼν ὁ τόπος, φασί, περὶ ὃν ἀνθεῖ τὸ γένειον. λέγεται δέ ποτε καὶ ἐπὶ γυναικὸς καταχρηστικῶς); Geneva Schol. Il. 1.501 (ἀνθερεών ἐστιν ὁ ὑπὸ τὸ γένειον τόπος, παρὰ τὴν ἐξάνθησιν τῶν τριχῶν); Etym. Magnum, Kallierges, p. 109 (Ἀνθερεών: Ὁ ἐπὶ τοῦ γενείου τόπος· διὰ τὸ δι’ αὐτοῦ θορεῖν τὸ πνεῦμα. Ἢ ἐνθερεών τις ὢν, ὅτι κατὰ τὴν ἔνθεσιν τῆς τροφῆς κινεῖται ἐν τῷ καταπίνειν. Οἱ δὲ, παρὰ τὴν ἄνθησιν τῶν τριχῶν· διὸ καὶ κατηγοροῦσι τοῦ Εὐφορίωνος εἰπόντος, «Τέκνον, μὴ σύ γε μητρὸς ὑπ’ ἀνθερεῶνος ἀμήσῃς». Λέγεται δὲ καὶ βοτάνη τις); Ps.-Zonaras, Lexicon, alpha, p. 173 (Ἀνθερεών. ὁ ἀπὸ τοῦ γενείου τόπος. διὰ τὸ θορεῖν τὸ πνεῦμα δι’ αὐτοῦ, ἢ ὅτι κατὰ τὴν ἔνθεσιν τῆς τροφῆς κινεῖται ἐν τῷ καταπίνειν· ἐνθερεὼν τὶς ὤν. οἱ δὲ παρὰ τὴν ἄνθησιν τῶν τριχῶν. [ὅθεν κατηγοροῦσι τοῦ Εὐφορίωνος εἰπόντος· ‘τέκνον μὴ σύ γε μητρὸς ὑπ’ ἀνθερεῶνος ἀμήσῃς’.])
Comment
Derivational etymology referring to the beard. As Eustathius says (see Parallels), it implies that the word is used for women only by extension. The suffix is left unaccounted for.