*γῶ
Word
Validation
Word-form
Word-lemma
Etymon-lemma
Transliteration (Word)
English translation (word)
Transliteration (Etymon)
English translation (etymon)
Century
Reference
Edition
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Γρώνη· παρὰ τὸ γῶ γώνη, καὶ προσθέσει τοῦ ρ γρώνη· ἡ δεχομένη τὰ σχοινία πέτρα.
Translation (En)
Grōnē "hole": from *gō "to give room", *gōnē, and by addition of [r] grōnē, the <hollow> rock holding the ropes [= to which are fastened the moorings].
Other translation(s)
Grōnē « cavité » : à partir de *gō « faire place » *gōnē, et par ajout du [r] grōnē, le rocher <creux> qui tient les cordages de jonc [= auquel on attache les amarres].
Parallels
Lexicon αἱμωδεῖν, gamma 34 (γρώνη: ἡ πέτρα· ἀπὸ τοῦ γῶ, τὸ χωρῶ.); Etym. Gudianum, gamma, p. 324 (Γρώνη· παρὰ τὸ γῶ γώνη, καὶ προσθέσει τοῦ ρ γρώνη, ἡ δεχομένη τὰ σχοινία πέτρα); ibid., gamma, p. 324 (Γρώνη· ἡ βεβρωμένη ἤτοι τετρημένη πέτρα· Λυκόφρων <Alex. 20> „οἱ δ’ οὖσα γρώνης εὐγάληνα χερμάδος“. παρὰ τὸ γῶ, ὃ σημαίνει δέχομαι, γώνη καὶ προσθέσει τοῦ ρ γρώνη, ἡ ἐν τῇ τρήσει δεχομένη τὰ σχοινία πέτρα· οὖσα γὰρ τὰ σχοινία. οὕτως ⟦...⟧.); Etym. Magnum, Kallierges, p. 241 (Γρώνη: Ἡ κοίλη καὶ τετρημένη πέτρα, ἡ δεχομένη τὰ σχοινία. Παρὰ τὸ γῶ, τὸ χωρῶ, γώνη καὶ γρώνη. Κλίνεται γρώνης); Etym. Symeonis, gamma 172 (Γρώνη· ἡ κοίλη καὶ τετρημένη πέτρα, ἡ δεχομένη τὰ σχοινία, Λυκόφρων· οἱ δ’ οὖσα γρώνης εὐγάληνα χερμάδος· παρὰ τὸ γῶ, τὸ χορῶ, γώνη καὶ γρώνη)
Comment
Derivational etymology implying one formal change, semantically rather loose