ἁπαλός
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Ἀταλός· ὀξυτόνως· εἴρηται ἀπὸ τοῦ τλῆναι ταλός, ὡς καὶ τὸ τάλας, καὶ κατὰ σύνθεσιν τῆς α στερήσεως ἀταλός, ὁ μηδέπω δυνάμενος ⟦κα⟧κοπαθεῖν. ὁ δὲ Χρύσιππος <fr. om. Arnim> „ἀπὸ τοῦ ἁπαλοῦ γέγονε κατὰ τροπὴν τοῦ π εἰς τ“.
ἑαυτοῦ + κῦρος
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Ἑκυρὸς δὲ ὁ αὐτὸς μέν ἐστι τῷ πενθερῷ. Λέγεται δὲ ἑκυρὸς μέν, ὡς εἰς ἕ, ἤτοι εἰς ἑαυτόν, ἔχων τὴν κύρην ἢ τὸ τῆς ἀγχιστείας κῦρος
ἑαυτοῦ + κόρη
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
ἑκυρός (Γ 172): ἐτυμολογεῖται παρὰ τὸ πρὸς ἑαυτὸν τὴν νύμφην <ὴ την κόρην> ἄγειν· γίνεται ἐκ τοῦ δέχω δεχύω δεχυρός, ὡς ἴσχω ἰσχύω ἰσχυρός καὶ ἀποβολῇ τοῦ δ καὶ τροπῇ τοῦ χ εἰς κ ἑκυρός. ἢ παρὰ τὸ κύρω, τὸ ἐπιτυγχάνω, κυρός καὶ ἑκυρός.
κυρέω
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
ἑκυρός (Γ 172): ἐτυμολογεῖται παρὰ τὸ πρὸς ἑαυτὸν τὴν νύμφην ἄγειν· γίνεται ἐκ τοῦ δέχω δεχύω δεχυρός, ὡς ἴσχω ἰσχύω ἰσχυρός καὶ ἀποβολῇ τοῦ δ καὶ τροπῇ τοῦ χ εἰς κ ἑκυρός. ἢ παρὰ τὸ κύρω, τὸ ἐπιτυγχάνω, κυρός καὶ ἑκυρός. σημαίνει δὲ τὸν πενθερόν.
δέχομαι
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
ἑκυρός (Γ 172): ἐτυμολογεῖται παρὰ τὸ πρὸς ἑαυτὸν τὴν νύμφην ἄγειν· γίνεται ἐκ τοῦ δέχω δεχύω δεχυρός, ὡς ἴσχω ἰσχύω ἰσχυρός καὶ ἀποβολῇ τοῦ δ καὶ τροπῇ τοῦ χ εἰς κ ἑκυρός. ἢ παρὰ τὸ κύρω, τὸ ἐπιτυγχάνω, κυρός καὶ ἑκυρός.
λίαν + πίων
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Λίπος, Λιπαίνω· παρὰ τὸ λίπος. τοῦτο παρὰ τὸ λίαν πιότητα ἔχειν.
λίπος
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Λίπος, Λιπαίνω· παρὰ τὸ λίπος. τοῦτο παρὰ τὸ λίαν πιότητα ἔχειν.
λιπαίνω
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
λιπαροῖσιν (Β 44): ἀπὸ τοῦ λιπάναι γίνεται λιπαρός. τὰ γὰρ εἰς ναι ἀπαρέμφατα ποιοῦσιν εἰς ρος ὀνόματα ἰσοσυλλαβοῦντα τοῖς ῥήμασι καὶ ἢ τῷ α παραλήγεται ἢ τῷ ε· μιαίνω μιαρός, χλιαίνω χλιαρός, θλιβῆναι θλιβερός, στυγῆναι στυγερός, μυσάναι μυσαρός, τακῆναι τακερός.
χλιαίνω
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Etymon-lemma
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
λιπαροῖσιν (Β 44): ἀπὸ τοῦ λιπάναι γίνεται λιπαρός. τὰ γὰρ εἰς ναι ἀπαρέμφατα ποιοῦσιν εἰς ρος ὀνόματα ἰσοσυλλαβοῦντα τοῖς ῥήμασι καὶ ἢ τῷ α παραλήγεται ἢ τῷ ε· μιαίνω μιαρός, χλιαίνω χλιαρός, θλιβῆναι θλιβερός, στυγῆναι στυγερός, μυσάναι μυσαρός, τακῆναι τακερός.
λίαν + λῶ
Validation
Word-lemma
Word-form
Transliteration (Word)
Transliteration (Etymon)
Century
Source
Ref.
Ed.
Quotation
Λιαρός. ἀποβολῇ τοῦ χ. χλιαρὸς γάρ. τὰ δὲ χλιαρὰ πρισηνῆ. δύναται δὲ καὶ ἄλλως. λίλω τὸ λίαν θέλω. λῶ γὰρ τὸ θέλω. καὶ λιλῶ λιλαίω. καὶ λιλαίετο παρ’ Ὁμήρῳ. καὶ ὡς μαδῶ μαδαρὸς, πλαδῶ πλαδαρὸς, χαλῶ χαλαρὸς, λιλῶ λιαρὸς, καὶ ἀποβολῇ τοῦ λ, λιαρός. τὰ γὰρ προσηνῆ θέλομεν